Το παλιό χαμάμ μόλις που διακρίνεται μέσα στο σκοτάδι. Το περίγραμμά του, ένα

αρμονικό σύνολο από καμπύλες και τρούλλους σαν το αισθησιακό κορμί γυναίκας

που τρέφεται με ζεστό σιροπιαστό χανούμ μπουρέκ και χαλαρώνει δίπλα στη

φωτιά… Το κτίριο ξεχωρίζει επάνω στη μονίμως μποτιλιαρισμένη λεωφόρο της

Θεσσαλονίκης.

Στην αρχή δεν καταλαβαίνω, νομίζω ότι είναι τζαμί. Επιβλητικό αλλά ξεχασμένο.

Οι φίλοι μου με διορθώνουν. Όχι, δεν είναι τζαμί, είναι ένα πολύ παλιό χαμάμ,

από αυτά που συνδέουν την πόλη με το παρελθόν της. Φαίνεται εγκαταλειμμένο.

Όλα τα φώτα έχουν συγκεντρωθεί στην παραλία. Η παραλία για τη Θεσσαλονίκη

μοιάζει να είναι ό,τι το ετήσιο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Συντάγματος για

την Αθήνα. Προκλητικά χαϊδεμένη από την αυτοδιοικητική στοργή.

Λίγο πιο μέσα όμως από τη γραμμή της θάλασσας η πόλη είναι λιγάκι σκοτεινή,

γκρίζα κι αγχωμένη. Γλυκαίνει και χαλαρώνει μονάχα σε κάτι στέκια με μυρωδιές

και γεύσεις που διατηρούν την εσωστρέφεια και τη νοσταλγία καιρών αργών.

Πάνω σε μαρμάρινα τραπεζάκια φθαρμένα από αυτόν τον καλό χρόνο συγκεντρώνονται

παρέες, βλέμματα και ανάσες σε πείσμα μιας μοναχικότητας και θλίψης που

κυριαρχεί στους δρόμους.

Για τον επισκέπτη του Σαββατοκύριακου η πόλη είναι σαν το χαμάμ. Πίσω από το

«εξωτερικό» σκοτάδι αναδύει γλυκό, μελαγχολικό φως. Και προσφέρει γενναιόδωρα

τη μαγεία της μοναδικότητάς της με βραδιές που τις βρίσκει το ξημέρωμα να

αναζητούν γλυκές δαγκωματιές μπουγάτσας στα μικρά μαγαζάκια της αγοράς.