«Απόψε οι κολόνες είναι χαρούμενες», είπε απλά ο Κωστής, συγκινημένος όπως

όλοι μας. Οι μαρμάρινοι στύλοι του Ολυμπίου Διός έλαμπαν, πάλλευκοι μπροστά

στο λευκό της γιγάντιας γάζας, όμοιας με απλωμένο πέπλο αρχαίας ιέρειας. Ο

χώρος, η μουσική, η εικόνα. Ο Ηνίοχος ανυπέρβλητα ωραίος, «ακούει» μαζί μας

τον καλπασμό των αλόγων, ο Ποσειδώνας αναδύεται και ατενίζει τον γαλανό του

ορίζοντα, ο Προμηθέας, δεσμώτης στον βράχο του, υπομένει το μαρτύριο – τίμημα

της προσφοράς του στην ανθρώπινη γνώση. Οι στύλοι τυλίγονται από μυριάδες

άστρα του γαλαξιακού σύμπαντος και λαμπυρίζουν, η μοναχική φοινικιά στα δεξιά

της Συμφωνικής με ταξιδεύει στη Δήλο, τα κράνη του αρχαίου στρατού τρομάζουν

τους Πέρσες και η χορωδία «λειτουργεί» κάτω από τη χρυσή «μάσκα του

Αγαμέμνονα». Αφεθήκαμε στη μαγεία της μουσικής του Παπαθανασίου, στο θείο

κελάηδημα των δύο μαύρων σοπράνο και νιώσαμε μαγικά ενωμένοι στη «Μυθωδία» της

Ιστορίας, με τον Άρη ψηλά, να μας στέλνει την κόκκινη ανταύγεια του από το

νυχτωμένο στερέωμα.

Παίρνω πίσω όλες τις μίζερες σκέψεις, την αμφιβολία, τον σκεπτικισμό για το

κόστος, την ανησυχία για την τυχόν «κακοποίηση» του αρχαίου χώρου. Οι στύλοι

κυρίαρχοι, σε μια έκρηξη του κάλλους τους, χαίρονταν, στ’ αλήθεια, Κωστή.