Το έγγραφο που έστειλε πρόσφατα η FIFA προς την ΕΠΟ, με πραγματικό αποδέκτη

τον υφυπουργό Αθλητισμού, αποτελεί την τελευταία κίνηση στη σκακιέρα μιας

σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης, που σοβεί στη χώρα μας εδώ και αρκετούς

μήνες. Η αντιπαράθεση αυτή εστιάζεται στη σύγκρουση μεταξύ αφ’ ενός της

πολιτικής ­ και μάλιστα μιας πολιτικής που συγκεντρώνει, κατ’ αρχήν, ευρύτατη

διακομματική συναίνεση ­ και αφ’ ετέρου κάποιων ιδιωτικών κέντρων εξουσίας, με

παραθεσμική δομή και νοοτροπία, που επιδιώκουν την επιβολή της θέλησής τους

στην πολιτεία, προκειμένου να ικανοποιηθούν τεράστια και στυγνά οικονομικά

συμφέροντα. Ωστόσο η συγκεκριμένη επιστράτευση των αντίστοιχων παγκόσμιων και

ευρωπαϊκών διεθνών κέντρων, της FIFA και της UEFA, προκειμένου να ακυρωθούν οι

συνταγματικές αρμοδιότητες και να αχρηστευθεί η ρυθμιστική και κανονιστική

δυνατότητα των πολιτικών μας θεσμών, προσδίδει πλέον στην αντιπαράθεση αυτήν

ακόμη ευρύτερη διάσταση: την εντάσσει στο πλαίσιο μιας γενικότερης

αμφισβήτησης του ρόλου, της υπόστασης και της προοπτικής τόσο των εθνικών

κρατών όσο και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και επειδή είναι πιθανόν να

θεωρήσουν κάποιοι υπερβολική τη συγκεκριμένη αυτή προσέγγιση, ας δούμε τα

πράγματα πιο απλά και πιο συγκεκριμένα:

Το καλοκαίρι του 2000 ο υφυπουργός Αθλητισμού ανέλαβε μια νομοθετική

πρωτοβουλία, η οποία διεύρυνε τα κωλύματα για τη συμμετοχή στη διοίκηση των

αθλητικών σωματείων και ενώσεων, καθώς και των ΠΑΕ. Ο πρόεδρος της ΕΠΑΕ και ­

εκ του νόμου ­ αντιπρόεδρος της ΕΠΟ αντέδρασε έντονα, καταγγέλλοντας τις

σχετικές διατάξεις σαν φωτογραφικές και γενικότερα αμφισβητώντας τη

συνταγματικότητά τους. Ωστόσο, σύσσωμη η ελληνική Βουλή, χωρίς καμία

παραφωνία, απέρριψε αυτές τις αιτιάσεις και υπερψήφισε το νομοσχέδιο, με

μικρές τροποποιήσεις, που πρότεινε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Είναι

δε χαρακτηριστικό ότι όλες οι πτέρυγες της Βουλής, κατά τη σχετική συζήτηση,

αντιμετώπισαν την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία σαν αποφασιστικό βήμα για την

εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού περιέγραψαν με τα πλέον μελανά

χρώματα την κατάστασή του και την πλήρη άλωσή του από αδιαφανή και ανέλεγκτα

ιδιωτικά συμφέροντα.

Ωστόσο, παρά την ψήφιση του νόμου, το βήμα για την εξυγίανση του ελληνικού

ποδοσφαίρου παρέμεινε μετέωρο. Ένας απίστευτος εσμός συμφερόντων, πιέσεων και

αντιστάσεων οδήγησε σε ένα ιδιότυπο αντάρτικο κατά της πολιτείας και αποκάλυψε

με ενάργεια το μέγεθος της διαφθοράς και της συναλλαγής, σε όλα τα επίπεδα

λειτουργίας του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Το έναυσμα δόθηκε με μια πρωτοφανή

απόφαση ενός «αθλητικού δικαστή», ο οποίος ενώ κλήθηκε να ασκήσει διοικητικά

και όχι δικαστικά καθήκοντα, διαπιστώνοντας απλώς, κατά τον νόμο, την έκπτωση

του προέδρου της ΕΠΑΕ, μετέτρεψε τον εαυτό του σε συνταγματικό δικαστήριο:

συνέγραψε υπέρ τού υπό έκπτωση προέδρου ­ υιοθετώντας σχεδόν κατά λέξη τα

επιχειρήματά του ­ μια πραγματεία συνταγματικού δικαίου, με την οποία

αποφάνθηκε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο νόμος που ψήφισε σύσσωμη η ελληνική

Βουλή είναι αντισυνταγματικός. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του

ατοπήματος, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τις εκλογές:

τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν οι πρωτοδίκες που εμπλέκονται στην

προετοιμασία των εκλογών να μην αρκεσθούν στα διοικητικής φύσεως καθήκοντά

τους ­ δηλαδή στο να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την

ανακήρυξη ή μη ενός υποψήφιου βουλευτή ή ενός συνδυασμού στις δημοτικές

εκλογές ­ αλλά να θεωρήσουν ότι δικαιούνται, με την επίκληση της δικαστικής

τους ιδιότητας, να κρίνουν αντισυνταγματικό τον εκλογικό νόμο στο συγκεκριμένο

σημείο, και να παρεμποδίσουν έτσι τη διενέργεια των εκλογών.

Δεν θα ενδώσουμε στον πειρασμό να αναζητήσουμε τα κίνητρα του δικαστή που

εξέδωσε την απόφαση. Θα αρκεσθούμε απλώς να πούμε ότι αυτοί που συμμετέχουν

στα όργανα αυτά οφείλουν να φέρονται, τόσο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων

τους όσο και μετά τη λήξη της θητείας τους, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα (η

οποία έπρεπε, ως γνωστόν, και να είναι αλλά και να φαίνεται τιμία…). Πέρα

όμως από τα όποια κίνητρα, το βέβαιο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια

παράνομη απόφαση, η οποία εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητας. Όπως ήταν

λοιπόν εύλογο, ο υφυπουργός Αθλητισμού, ως εκφραστής του δημοσίου συμφέροντος

και εγγυητής της νομιμότητας, προσέφυγε στο δευτεροβάθμιο αθλητικό όργανο, την

Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ, και ζήτησε το αυτονόητο: την ανάκληση της παράνομης

αυτής διοικητικής πράξης, και τη διαπίστωση, στη συνέχεια, της έκπτωσης του

προέδρου της ΕΠΑΕ από τα καθήκοντά του. Η προσφυγή αυτή, ωστόσο, του αρμόδιου

υφυπουργού (η οποία ενισχύθηκε και από την παρέμβαση της ομάδας της ιδιαίτερης

πατρίδας μου, της ΠΑΕ Καβάλας, που πλήρωσε ακριβά γι’ αυτό…), αποκάλυψε με

τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την έλλειψη σεβασμού στη νομιμότητα, που

χαρακτηρίζει την ηγεσία τόσο της ΕΠΑΕ όσο και της ΕΠΟ, της οποίας η στάση

υπήρξε κυριολεκτικά ανεκδιήγητη: με το έτσι θέλω κράτησε για πολλές βδομάδες

τον φάκελο της προσφυγής, για να τον επιστρέψει, στη συνέχεια, στο υπουργείο

χωρίς να τον διαβιβάσει, όπως όφειλε, στην αρμόδια Επιτροπή Εφέσεων. Είναι

προφανές ότι αυτό έγινε διότι οι μεγαλοπαράγοντες της ΕΠΑΕ και της ΕΠΟ, σε

πλήρη και αγαστή συνεργασία, φοβήθηκαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το

πενταμελές αυτό όργανο, που απαρτίζεται από εν ενεργεία εφέτες και

προεδρεύεται από πρόεδρο Εφετών. Δεν δίστασαν λοιπόν να προχωρήσουν στην

ανοιχτή αυτή πρόκληση προς τη νομιμότητα και τους θεσμούς, με την υποστήριξη,

όπως διαδίδουν, πολλών υψηλόβαθμων στελεχών και των δύο μεγάλων κομμάτων. Η

στάση αυτή, ωστόσο, επέσυρε την ποινική τους δίωξη, ύστερα από την οποία ­ και

αφού δεν τόλμησαν να «καθαιρέσουν» την Επιτροπή Εφέσεων, όπως ζητούσε φορτικά

ο υπό έκπτωση πρόεδρος της ΕΠΑΕ ­ αναγκάστηκαν εκόντες άκοντες να προσέλθουν

στη διαδικασία της Επιτροπής Εφέσεων. Εκεί άρχισε μια δεύτερη προσπάθεια

κωλυσιεργίας και γελοιοποίησης των θεσμών, με αστείες προφάσεις για αναβολή

και με απίστευτες επινοήσεις των συνηγόρων τού υπό έκπτωση προέδρου της ΕΠΑΕ

(ο βασικότερος των οποίων ­ επαίρεται ότι ­ είναι παλαιός «αθλητικός

δικαστής», για να θυμηθούμε λίγο τα περί της γυναίκας του Καίσαρα, που λέγαμε

προηγουμένως…). Στο τέλος δε, και αφού εξάντλησαν και αυτά τα προσχήματα,

κατέφυγαν σε αίτηση εξαίρεσης ολόκληρης της Επιτροπής Εφέσεων, για να την

εγκαταλείψουν όμως στη συνέχεια, αφ’ ενός μεν διότι κατανόησαν ότι δεν είχαν

τίποτε σοβαρό να επικαλεσθούν εις βάρος των μελών της Επιτροπής, αφ’ ετέρου δε

διότι εξασφάλισαν στο μεταξύ, ύστερα από τη συνεχή κωλυσιεργία, το τελευταίο

μεγάλο τους όπλο: το έγγραφο της FIFA.

Το έγγραφο της FIFA, για το οποίο έγινε πολύς θόρυβος, είναι κατά την άποψή

μας ένα ιταμό κείμενο, υπαγορευμένο από την υπό έκπτωση ηγεσία της ΕΠΑΕ. Αρκεί

να το αναγνώσει κανείς προσεκτικά, για να κατανοήσει αμέσως του λόγου το

αληθές. Το μείζον ζήτημα είναι βέβαια η φωτογραφική προειδοποίηση προς την

κυβέρνηση, για την ενδεχόμενη έκπτωση μέλους της διοίκησης της ΕΠΟ, ενώ

υπάρχει και μια ακόμη πιο φωτογραφική διατύπωση, με την οποία επιχειρείται να

καλυφθεί το ενδιαφέρον της FIFA και για τυχόν μέλη της ΕΠΟ, που δεν εκλέγονται

αλλά διορίζονται εκ του νόμου, δηλαδή για τον υπό έκπτωση πρόεδρο της ΕΠΑΕ…

Ωστόσο, όλη αυτή η προσπάθεια παραβιάζει ανοικτές θύρες, αφού, κατά τα

ανωτέρω, το όργανο που καλείται να διαπιστώσει την έκπτωση του προέδρου της

ΕΠΑΕ είναι Επιτροπή της ίδιας της ΕΠΟ… Αλλά και τα υπόλοιπα, για την μη

ανάμειξη της Βουλής και της κυβέρνησης σε τομείς του ποδοσφαίρου (προπονητές,

διαιτησία, κ.λπ.) αφορούν κατ’ αρχάς τον νόμο 2725/1999, που όχι μόνον ισχύει

ήδη εδώ και δύο χρόνια αλλά και ψηφίσθηκε με τις ευλογίες της ΕΠΑΕ και της

ΕΠΟ, όπως προκύπτει από την αδιάψευστη μαρτυρία των πρακτικών της Βουλής. Το

μόνο λοιπόν που θα μπορούσε να προκαλέσει η ετεροχρονισμένη αυτή

ευαισθητοποίηση της FIFA, θα ήταν η γενική θυμηδία, αν δεν συνοδευόταν από μια

ωμή παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και ιδίως από μια

απροκάλυπτη ύβρι προς την ελληνική Βουλή, από την οποία απαιτεί, τάσσοντας

αυστηρή προθεσμία, την τροποποίηση του αθλητικού νόμου, με την απειλή αποβολής

του ελληνικού ποδοσφαίρου από τις διεθνείς διοργανώσεις.

Είναι γνωστό, βέβαια, ότι μια τέτοια τροποποίηση του αθλητικού νόμου βρίσκεται

ήδη σε εξέλιξη και ότι η γενική στόχευση της πρωτοβουλίας αυτής, που έχει ήδη

εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, διασφαλίζει πράγματι τόσο την αυτονομία

του ομαδικού αθλητισμού ­ απέναντι στα πολυποίκιλα αδιαφανή συμφέροντα που την

υπονομεύουν ­ όσο και την υγιή επιχειρηματικότητα των εμπλεκομένων στα

επαγγελματικά πρωταθλήματα. Παράλληλα, όμως, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία

βρίσκεται σε πλήρη αρμονία τόσο προς την ευρωπαϊκή πολιτική για τον αθλητισμό

­ που εξαγγέλθηκε πρόσφατα στη Σύνοδο της Νίκαιας ύστερα και από σχετικές

προτάσεις της ηγεσίας της FIFA… ­ όσο και προς το ελληνικό Σύνταγμα, το

οποίο ρητά επιτάσσει, στο άρθρο 16 παρ. 9, έναν ενεργό εποπτικό ρόλο της

πολιτείας στον χώρο του Αθλητισμού (βάσει του οποίου, για παράδειγμα, είναι

αδιανόητο η πολιτεία να παρέχει οικονομική ενίσχυση σε ποδοσφαιρικές ενώσεις

αλλά να της απαγορεύεται ο έλεγχος για τη χρήση τους, όπως απαιτεί θρασύτατα η

FIFA). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το αν αλλά το πότε και το πώς θα ψηφισθεί

αυτός ο νέος αθλητικός νόμος. Με άλλα λόγια, το μείζον πρόβλημα που έθεσε το

έγγραφο με τους λεονταρισμούς της FIFA, πέρα από τη σκανδαλώδη ­ πλην

ατελέσφορη ­ προσπάθεια στήριξης τού υπό έκπτωση προέδρου της ΕΠΑΕ, είναι το

αν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, με τα τεράστια συμφέροντα που εκπροσωπεί, θα

αποτελέσει μια γκρίζα ζώνη, που όχι μόνον θα ευρεθεί εκτός των ορίων άσκησης

της ­ εθνικής ή ευρωπαϊκής ­ πολιτικής αλλά και θα εκχωρηθεί, καθ’ υπαγόρευση,

σε εθνικά και υπερεθνικά κέντρα ιδιωτικής εξουσίας, που κινούνται με αδιαφανή

κριτήρια και συχνά στα όρια της νομιμότητας (με λογική «καρτέλ» όπως έχει

λεχθεί χαρακτηριστικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Είναι ευτύχημα ότι η πολιτική για την εξυγίανση του ποδοσφαίρου συγκεντρώνει,

επισήμως τουλάχιστον, την ευρεία συναίνεση του πολιτικού κόσμου (οι όποιες

εξαιρέσεις, που δεν είναι λίγες, κινούνται συνήθως στο παρασκήνιο). Είναι

ακόμη αξιοσημείωτο ότι στην πολιτική αυτή έχει συσπειρωθεί, χωρίς

ταλαντεύσεις, τόσο το δίδυμο των συναρμόδιων υπουργών (υπουργός Πολιτισμού και

υφυπουργός Αθλητισμού), όσο ­ και ιδίως ­ ο ίδιος ο Πρωθυπουργός (από τον

οποίο, πάντως, αναμένουμε και άλλες ανάλογες εκδηλώσεις αποφασιστικότητας και

πυγμής, απέναντι σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα…). Είναι τέλος, πάνω από όλα

βέβαιο, ότι όλοι οι πραγματικοί φίλαθλοι, ανεξάρτητα από την ομάδα που

υποστηρίζουν, έχουν πιστέψει ολόψυχα σ’ αυτήν την πολιτική και περιμένουν ­ με

αρκετή δυσπιστία πάντως ­ τα αποτελέσματά της. Και τα αποτελέσματα αυτά δεν

είναι άλλα από την πραγματική και σε βάθος κάθαρση στον χώρο του

επαγγελματικού ποδοσφαίρου, χωρίς ημίμετρα και χωρίς συμβιβασμούς, ούτε με

τους εγχώριους ούτε με τους υπερεθνικούς εκφραστές της αδιαφάνειας και της

συναλλαγής. Διότι αν το μέτωπο της πολιτικής παραμείνει αρραγές απέναντι στις

συνεχείς επιθέσεις και προκλήσεις των αδηφάγων ιδιωτικών συμφερόντων, τότε

είναι βέβαιο, για να παραφράσουμε τον ποιητή, ότι ούτε ο Εφιάλτης θα φανεί στο

τέλος ούτε οι Μήδοι θα διαβούνε…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.