Κάπου ταξιδεύουν τα όνειρα… Κάπου θα πρέπει να κρύβονται, κάπου να βρίσκουν

καταφύγιο, κάπως να ξετυλίγονται και κάπου, τελικά, συναντιούνται… Τα βλέπω

να βρίσκουν συντροφιά σε βλέμματα, σε κουβέντες, σε παιχνίδια, σε εκφράσεις

ανθρώπων, γνωστών και αγνώστων.

Κάπου ταξιδεύουν τα όνειρα και κάπου συναντιούνται… Σε μια θεατρική

υπόκλιση, σε μια φράση, σε μια σκηνή από ταινία κινηματογραφική, σε μια

φωτογραφία… Στο βλέμμα ενός περαστικού, σ’ ένα τραγούδι, σ’ ένα παραμύθι, σ’

ένα παιχνίδι με στίχους, μουσική και μαριονέτες. Και έχει τέτοια δύναμη η

στιγμή που τα βλέπεις να «ταιριάζουν», που σου κόβει την ανάσα. Πώς να

πιστέψεις πως είναι το ίδιο το όνειρο το δικό σου ­ εκείνο που φοβάσαι να

βάλεις σε λέξεις, εκείνο που διστάζεις να μοιραστείς, εκείνο που κρύβεις,

νομίζοντας πως τα καταφέρνεις, εκείνο που νομίζεις πως μπορεί να κρύβεται…

Τίποτα δεν σε προειδοποεί. Μονάχα έτσι, ξαφνικά, ένα μεσημέρι ή ένα βράδυ

συναντάς ένα βλέμμα, μια μελωδία ή μια παρέα και μερικές κούκλες. Να, σαν την

παρέα του Μάκη, της Ανδριάνας, της Θοδώρας, της Ναντίνας και του Μιχάλη, που

τόλμησαν να δώσουν στα όνειρά τους το όνομα «Μίτος της Αριάδνης». Και τους

ακούς να περιγράφουν τα πιο κρυφά ταξίδια του νου με μελωδίες, με κινήσεις και

λέξεις… «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όνειρο άγουρο και δροσερό σαν τις

ανάσες των εφήβων…». Δίνουν κλώτσο κι αρχινάει να ξετυλίγεται το παραμύθι το

δικό σου, οι εφιάλτες και οι έρωτές σου. Κι εκεί, μπροστά σε μια μικρή σκηνή

με χαμηλό φωτισμό είναι το δικό σου όνειρο που αποκτά ζωή, που ταξιδεύει μαζί

με τις μαριονέτες, ακολουθώντας νότες, ένα πιάνο, μια κιθάρα κι αναζητώντας…

«την πιο κρυφή λαχτάρα του, τον δρόμο της αγάπης». Απρόσμενη ζεστασιά,

αμηχανία της λογικής, στιγμές «από εκείνες»… Μα πώς κατάφεραν να μπουν στη

ρότα των ονείρων σου, ν’ απλώσουν αστερόσκονη στις πιο κρυφές σου σκέψεις;