Οι κλάδοι της ενέργειας, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, της κοινής ωφέλειας

και της υγείας, συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις των επαγγελματιών διαχειριστών

αμοιβαίων κεφαλαίων, για τους πρώτους έξι μήνες του χρόνου, ενώ για το β’

εξάμηνο συστήνουν σταδιακή τοποθέτηση σε εταιρείες τεχνολογίας και

τηλεπικοινωνιών. Με τη διαφορά, ότι οι παραπάνω συστάσεις απευθύνονται σε

μετοχικά αμοιβαία εξωτερικού που τοποθετούνται στα μεγάλα χρηματιστήρια των

ΗΠΑ και της Ευρώπης και όχι στο ελληνικό, καθώς το «βάθος» του είναι πολύ

μικρό για να «σηκώσει» τον σχεδιασμό αμιγώς κλαδικών προϊόντων. Τέσσερις

επαγγελματίες διαχειριστές παραδέχονται, μιλώντας στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ότι είναι

λίγοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας που έχουν το «βάθος» για να

δικαιολογήσουν τη δημιουργία ενός νέου Α/Κ που θα μπορεί να τοποθετήσει το 60%

τουλάχιστον του χαρτοφυλακίου του σε μετοχές της ίδιας κατηγορίας.

Εξαιρουμένων κάποιων κινήσεων που χρήζουν μνείας και οι οποίες γίνονται από

τις 5 -10 μεγάλες επιχειρήσεις κάθε κλάδου, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν

τις πιέσεις του ανταγωνισμού, όλες οι άλλες επιχειρήσεις, επισημαίνουν οι

συνομιλητές μας, «υπάρχουν για να υπάρχουν και μάλλον κακό παρά καλό κάνουν

στον ανταγωνισμό». Άλλωστε, σε επίπεδο ευρωζώνης υπάρχει μια τάση οι θεσμικοί

να στρέφονται προς τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, κάτι το οποίο δεν

ευνοεί τις ελληνικές εταιρείες, με αποτέλεσμα και οι εγχώριοι επενδυτές να

στραφούν σε επιχειρήσεις εκτός Ελλάδος.

Μόνο ένα εσωτερικού

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα οι ελληνικές ΑΕΔΑΚ προσφέρουν οκτώ μετοχικά

τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών, εκ των οποίων ένα μόλις είναι εσωτερικού, δύο

μετοχικά υγείας, (εξωτερικού και τα δύο), και δύο που επενδύουν στον κλάδο των

χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, εκ των οποίων μόνο το ένα είναι εσωτερικού. Άρα,

καταλήγουν οι Έλληνες διαχειριστές στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», όποια Εταιρεία

Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων θελήσει να σχεδιάσει κλαδικά Α/Κ, θα πρέπει να

δημιουργήσει χαρτοφυλάκια που να τοποθετούνται σε πανευρωπαϊκή ή παγκόσμια

κλίμακα.

Οι περισσότεροι διαχειριστές βλέπουν ότι θα υπάρξει μια σταδιακή μετατόπιση

κεφαλαίων μέσα στο 2001 σε κλαδικά Α/Κ, καθώς υπάρχουν παγκοσμίως πολύ καλές

ευκαιρίες σε επίπεδο εταιρειών, ανεξάρτητα από την ομαλή ή μη επιβράδυνση της

αμερικανικής οικονομίας. Εξάλλου, η μείωση των τιμών των μετοχών πολλών

ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων το 2000, αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να

τοποθετηθεί κάποιος σ’ ένα μετοχικό Α/Κ που επενδύει σε αξιόλογες εταιρείες.

Η Πειραιώς

Ο διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς ΑΕΔΑΚ, κ. Σπύρος Κρητικόπουλος, θεωρεί ότι

οι τρεις τομείς που θα γνωρίσουν παγκοσμίως μια ασύλληπτη ανάπτυξη τα επόμενα

χρόνια, είναι η υγεία, οι φαρμακοβιομηχανίες και η βιοτεχνολογία. Άρα,

προσθέτει, όσοι προεξοφλήσουν αυτήν την εξέλιξη, θα έχουν απεριόριστες

επενδυτικές ευκαιρίες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Πειραιώς θα κινηθεί προς

αυτή την κατεύθυνση. Προς το παρόν θα απέφευγε να τοποθετηθεί στους κλάδους

των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας, καθώς «ο ανταγωνισμός μεταξύ των εν

λόγω εταιρειών είναι τόσο οξύς, ώστε σταδιακά θα οδηγηθούν σε συρρίκνωση των

πωλήσεων και των κερδών τους, δημιουργώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση». Όσο για

τον σχεδιασμό κλαδικών αμοιβαίων με χαρτοφυλάκιο από ελληνικές εταιρείες,

θεωρεί ότι είναι «χαμένη υπόθεση, καθώς η οικονομία μας δεν έχει το «βάθος»

για να δικαιολογήσει τέτοιου είδους προϊόντα».

Η Barclays

«Μια καλή και σίγουρη επενδυτική βάση για το α’ εξάμηνο, είναι οι κλάδοι της

ενέργειας, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της κοινής ωφέλειας», πιστεύει

ο διευθυντής επενδύσεων της Barclays ΑΕΔΑΚ, κ. Γιάννης Σπηλιώπουλος.

«Πρόκειται για μια συντηρητική πολιτική, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο», που

σύμφωνα με τον ίδιο θα γίνει στις αρχές του β’ εξαμήνου, για το οποίο συστήνει

σταδιακή τοποθέτηση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, της τεχνολογίας, ενώ

παραμένει επιφυλακτικός για τις μετοχές της νέας οικονομίας. «Ο Νάσντακ κρατά

το γενικό πρόσταγμα για την πορεία όλων των νέων αγορών της Ευρώπης που

σχεδιάστηκαν στα δικά του πρότυπα», λέει χαρακτηριστικά. Όσο για την ελληνική

κεφαλαιαγορά, εκτιμά ότι θα πρέπει πρώτα να ωριμάσει για να μιλήσουμε για

μετοχικά κλαδικά, όπως τα εννοούμε στο εξωτερικό. «Προς το παρόν, οι Έλληνες

διαχειριστές περιμένουν να αποκτήσει το Χρηματιστήριο κατεύθυνση, να

διαπιστώσουν τις αντιδράσεις των επενδυτών ύστερα από το σοκ της κρίσης του

2000 και μετά να καταγράψουν τις νέες ανάγκες και προτιμήσεις». Τοποθετεί τη

στιγμή για κάτι τέτοιο προς το β’ εξάμηνο του 2001 και τονίζει: «Μόνο αφού

εξαντληθεί το ενδιαφέρον για τα βαριά blue chips θα επανέλθει η όρεξη των

επενδυτών για μετοχές δυναμικών κλάδων της μεσαίας κεφαλαιοποίησης, όπως της

νέας οικονομίας».

Η Ασπίς

Αντίθετη άποψη έχει ο κ. Δημοσθένης Ζαροδήμος, από τη Διεύθυνση Επενδύσεων της

Ασπίς ΑΕΔΑΚ. «Η όρεξη των επενδυτών για μετοχές της μεσαίας κεφαλαιοποίησης

έχει ήδη ανοίξει» τονίζει και «αργά ή γρήγορα οι διαχειριστές Α/Κ θα στραφούν

προς τις δυναμικές ελληνικές εταιρείες της νέας οικονομίας». Θεωρεί ότι σε

διεθνές επίπεδο, το μεγάλο ερωτηματικό για το 2001 είναι ο κλάδος των

τηλεπικοινωνιών και αισιοδοξεί ότι οι ξένοι κολοσσοί του χώρου θα βρουν τον

τρόπο να αξιοποιήσουν τις τεράστιες επενδύσεις που έχουν κάνει και δεν θα

διαψεύσουν τις προσδοκίες όσων τους εμπιστεύτηκαν. «Πολλά υποσχόμενο»,

χαρακτηρίζει τον κλάδο της ενέργειας, ενώ για το β’ εξάμηνο του 2001 θα

συνιστούσε τοποθετήσεις σε τεχνολογικές μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης, με

μέτρο και υπό τη προϋπόθεση ότι η επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας θα

είναι σύντομη και ομαλή.

Η Διεθνική

«Τρομερή αντίσταση σε περιόδους κακές χρηματιστηριακά σαν αυτές που διανύουμε

έχουν οι εταιρείες του κλάδου των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, γι’ αυτό και

οι θεσμικοί τις προτιμούν», τονίζει ο κ. Παναγιώτης Νταλιάνης, σύμβουλος

επενδύσεων της Διεθνικής. Συνιστά όμως προσοχή στις διεθνείς τράπεζες και στις

investment banks, επειδή είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε αναδυόμενες αγορές,

οι οποίες ως γνωστόν είναι πολύ πιο ευαίσθητες από τις άλλες στις απότομες

χρηματιστηριακές μεταβολές. Εκτιμά, επίσης ότι το α’ εξάμηνο του χρόνου το

βάρος των θεσμικών θα πέσει στους κλάδους της κοινής ωφέλειας και της

ενέργειας, ενώ για το β’ εξάμηνο θα επέλεγε εταιρείες των ημιαγωγών, μόνο

εφόσον η όποια επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας θα είναι ομαλή. Από το

β’ εξάμηνο και μετά και με πολύ μεγάλη επιφύλαξη, θα επέλεγε μετοχές του

κλάδου των τηλεπικοινωνιών, με μεγαλύτερο βάρος στις εταιρείες οπτικών ινών.

Όσο για την ελληνική κεφαλαιαγορά, θεωρεί ότι είναι ακόμη νωρίς για να μιλάμε

για κλαδικά αμοιβαία, αν και μακροπρόθεσμα «βλέπει» ευοίωνες προοπτικές για

τις κατασκευαστικές εταιρείες.