Κόβης, Κυράστας. Ο πρώτος έδωσε τη θέση του στον Νίκο Αναστόπουλο, ενώ ο

δεύτερος κάνει μία επιτυχημένη πορεία στον Ηρακλή

Αν μία καλή ομάδα ξεκινά από έναν καλό προπονητή, όπως πιστεύουν οι ξένοι,

ίσως το ελληνικό ποδόσφαιρο να βρίσκεται σε λάθος αφετηρία. Και αν η αρχή

είναι το ήμισυ του παντός, όπως έλεγαν οι σοφοί πρόγονοί μας, οι φιλοδοξίες

των ομάδων μας είναι «από χέρι» καταδικασμένες. Οι επενδυτές του ελληνικού

ποδοσφαίρου ­ ιδιοκτήτες και πρόεδροι των ΠΑΕ ­ δεν είχαν ποτέ σε μεγάλη

εκτίμηση τη «μετοχή» που λέγεται προπονητής και αυτό φαίνεται τόσο από τα

χρήματα που είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν για να επανδρώσουν την τεχνική

ηγεσία της ομάδας τους όσο και από την… εμπιστοσύνη που δείχνουν σε εκείνους

που επιλέγουν για τη θέση.

Ακόμη και οι ΠΑΕ οι οποίες κατά καιρούς ξεπέρασαν τη μιζέρια του ποδοσφαίρου

μας και τόλμησαν να επενδύσουν μερικά δισ. σε ένα καλύτερο αύριο ­ κυρίως όσον

αφορά τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ­ δεν το έκαναν ποτέ για να φέρουν στην

Ελλάδα έναν πραγματικά σπουδαίο και φημισμένο προπονητή. Προτίμησαν να

αγοράσουν διακεκριμένους ποδοσφαιριστές (συχνά, αμφιβόλου ποιότητας και

ήθους), αλλά «τσιγκουνεύτηκαν» να πληρώσουν όσα ζητούσαν επιτυχημένοι ξένοι

τεχνικοί για να διακυβεύσουν την καριέρα τους σ’ ένα τριτοκοσμικό πρωτάθλημα.

Μιλούσαν πάντοτε για «μεγάλα ονόματα», αλλά κατέληγαν σε φθηνές και… βολικές

λύσεις. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της ΑΕΚ από

τον Τόνι Σαβέβσκι, που το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί ως παραγκωνισμένος παίκτης

και το άλλο πρωί ξύπνησε με τα γαλόνια του προπονητή, αλλά χωρίς τη σχετική

εμπειρία και ­ βέβαια ­ το πτυχίο. Διακρίθηκε στα γήπεδα ο Σαβέβσκι, αλλά με

φανέλα και σορτσάκι. Η φόρμα του προπονητή είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα.

Ένας νέος, άγνωστος κόσμος, ένα μετέωρο βήμα για τον καλό αθλητή και την ίδια

την ΠΑΕ ΑΕΚ.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν οι ηγέτες των ΠΑΕ

«τρόμαζαν» περισσότερο από τις οικονομικές απαιτήσεις των σημαντικών ξένων

προπονητών ή από την ισχυρή προσωπικότητά τους. Στις εκ βαθέων εξομολογήσεις

τους αρκετοί ιδιοκτήτες μεγάλων ποδοσφαιρικών εταιρειών έχουν παραδεχθεί ότι

δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απόλυτη κυριαρχία που απαιτούσαν να έχουν στο

ποδοσφαιρικό τμήμα διάσημοι τεχνικοί, με τους οποίους είχαν συζητήσει το

ενδεχόμενο συνεργασίας. Με απλά λόγια ο Βενγκέρ, ο Σάκι, ο Έρικσον ή ο Λίπι

δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον κύριο πρόεδρο να αγοράσει ή να πουλήσει παίκτη κατά

βούληση και ­ σε περίπτωση «βεντέτας» μεταξύ προπονητή και ποδοσφαιριστή,

γεγονός όχι σπάνιο στο διεθνές ποδόσφαιρο ­ οι αστρονομικές αποδοχές του

τεχνικού (και οι αντίστοιχες αποζημιώσεις) θα δυσκόλευαν την εύκολη λύση της

απόλυσής του.

Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, περισσότερο από όλες τις άλλες ελληνικές ΠΑΕ,

επένδυσαν στην ευρωπαϊκή προοπτική τους υποβαθμίζοντας τον ρόλο που παίζει ο

προπονητής στην πορεία μιας ομάδας. Ακόμη και όταν αποπέμφθηκε ο Ντούσαν

Μπάγιεβιτς, ο αναμορφωτής του «Θρύλου» στο δεύτερο μισό της περασμένης

δεκαετίας, η διοίκηση του κ. Κόκκαλη στράφηκε σε «ονόματα» που σίγουρα δεν

δικαίωναν αυτήν την κίνηση. Μπιγκόν, Ματζουράκης και τώρα Λεμονής, ενώ ­ από

την άλλη ­ ο Ολυμπιακός επιμένει στην απόκτηση φημισμένων ξένων παικτών. Με

τον ίδιο περίπου τρόπο η ομάδα προσπάθησε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80,

να ανακτήσει τα σκήπτρα στο ελληνικό πρωτάθλημα. Δαπανούσε τεράστια ποσά για

ποδοσφαιριστές, αλλά ελάχιστοι από τους δεκάδες τεχνικούς που πέρασαν από τον

πάγκο της άξιζαν πραγματικά.

Περίπου ίδια πολιτική ακολούθησε (και ακολουθεί ακόμη) και ο Παναθηναϊκός

άσχετα αν ευτύχησε να βρει έναν εξαιρετικό τεχνικό στο πρόσωπο του Γιάννη

Κυράστα (για την πρόσληψη του οποίου «μέτρησε» η επιτυχία του στον

…επαρχιώτη Πανηλειακό) ή του Άγγελου Αναστασιάδη (ο χρόνος θα δείξει). Όπως

και πολλές άλλες ΠΑΕ ο Παναθηναϊκός προτίμησε φθηνές λύσεις για τον πάγκο και

πρόσωπα που προέρχονταν από το παρελθόν του (θυμηθείτε και τους Ρότσα, Ζάετς

κ.λπ.), με λιγοστές προπονητικές περγαμηνές και ακόμη μικρότερο «ειδικό βάρος»

στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Ο Πανηλειακός προτίμησε να απομακρύνει τον Γκρίμποβιτς από τον πάγκο του και

μέχρι αργά χθες συζητούσε με τον Γιώργο Παράσχο.

Η ΑΕΚ

Γκέραρντ, Σαβέβσκι. Η ΑΕΚ βρήκε μία δοκιμασμένη λύση για να καλύψει το κενό

στον πάγκο

Όσο για την ΑΕΚ τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα τα τελευταία χρόνια, καθώς

μετά τον Μπάγιεβιτς πέρασαν από τον πάγκο της διάφοροι «απίθανοι», με μοναδικό

«ατού» τις ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχές που ζητούσαν και (ενδεχομένως) την εκ

των προτέρων προσυπογραφή των αποφάσεων της διοίκησης. Ο μέχρι πρότινος

προπονητής ο Γιάννης Παθιακάκης κρίθηκε κατάλληλος να οδηγήσει μία ομάδα που

κάνει πρωταθλητισμό και έχει ευρωπαϊκό ορίζοντα, επειδή πέτυχε ως τεχνικός

του… Ακράτητου. Λες και ο ικανότερος οδηγός… νταλίκας μπορεί να τρέξει σε

ράλι με την ίδια επιτυχία…

Σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για ετήσιες αποδοχές οι οποίες

κυμαίνονται από ένα έως δέκα εκατομμύρια δραχμές, όταν οι αντίστοιχες αμοιβές

των πιο προβεβλημένων ποδοσφαιριστών μετριούνται, πλέον, σε εκατοντάδες

εκατομμύρια. Αυτή η αντίθεση δείχνει ξεκάθαρα, δυστυχώς και στους ίδιους τους

παίκτες, πόση εκτίμηση τρέφουν οι διοικήσεις των ΠΑΕ για τα «αφεντικά» των

ποδοσφαιρικών τμημάτων τους…

Ακόμη περισσότερο στις μικρομεσαίες ΠΑΕ η επιλογή προπονητή είναι κάτι σαν…

τυχερό παιχνίδι. Όλοι θέλουν να κερδίσουν ξοδεύοντας όσο το δυνατόν λιγότερα

χρήματα και ποντάρουν στην τύχη. Σπάνια πετυχαίνουν τον… σωστό αριθμό, αλλά

στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αλλάζουν τους τεχνικούς σαν τα πουκάμισα,

ανανεώνοντας τις πιθανότητες. Τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονται και

ξαναδοκιμάζουν την τύχη τους στις ίδιες ομάδες δεύτερη και τρίτη φορά και

αυτός ο κύκλος διακόπτεται πού και πού από την πρόσληψη ξένων, τους οποίους

(στην καλύτερη περίπτωση) έχουμε γνωρίσει ως ποδοσφαιριστές. Σε πολλές

περιπτώσεις πρώτα αποφασίζεται ποιοι ποδοσφαιριστές θα αποκτηθούν και μετά

προσλαμβάνεται ο προπονητής, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει την ευθύνη του

έμψυχου υλικού. Οι μηνιαίοι μισθοί τους συχνά δεν υπερβαίνουν το ένα

εκατομμύριο δραχμές, ενώ το ίδιο χαμηλές είναι και οι απαιτήσεις τους να

αποφασίζουν «εν λευκώ» για αγωνιστικά θέματα. Και όταν έρθει η ώρα του

«διαζυγίου» κρατούν το στόμα τους κλειστό, γνωρίζοντας ότι πιθανότατα θα

ξαναδουλέψουν στην εταιρεία έπειτα από μερικά χρόνια.

Το σκεπτικό των ΠΑΕ, πέρα από το οικονομικό σκέλος της υπόθεσης, είναι ότι

«την ομάδα την κάνουν οι παίκτες και όχι οι προπονητές». Πάντως, η αλήθεια

είναι ότι στην Ελλάδα μία θεωρούμενη ως σπουδαία και ακριβή μεταγραφή

εντυπωσιάζει και ενθουσιάζει τους οπαδούς πολύ περισσότερο από το όνομα του

προπονητή που προσελήφθη. Ο εντυπωσιασμός είναι η αγαπημένη τακτική των

διοικήσεων των ομάδων και αυτή η φιλοσοφία δεν είναι άσχετη με το… ταμείο.

Ένας σπουδαίος παίκτης φέρνει τον κόσμο στο γήπεδο, ενώ ένας καλός προπονητής

­ ακόμη και διάσημος ­ δεν είναι ο ζητούμενος «μαγνήτης».

Επενδύσεις

Πέρα από τις εντυπώσεις, όμως, υπάρχει και η δουλειά. Έστω και αν ελάχιστοι

παράγοντες στην Ελλάδα έχουν αποδείξει ότι πιστεύουν στις υποδομές, που

απαιτούν πολύ χρόνο και υπομονή, έχει διεθνώς αποδειχθεί πως το κτίσιμο μιας

πραγματικά μεγάλης ομάδας δεν απαιτεί μόνο ακριβά υλικά, αλλά και καλό

αρχιτέκτονα. Ακόμη και οι Τούρκοι το κατάλαβαν πριν από μας και «επένδυσαν» σε

αναγνωρισμένους τεχνικούς, που οι ετήσιες αποδοχές τους αγγίζουν το ένα

δισεκατομμύριο δραχμές. Ο Ντάουμ (που πέρασε από τη γειτονική χώρα), ο

Λουτσέσκου ή ο Σκάλα, όχι μόνο ξέρουν καλά τη δουλειά τους, αλλά και η

παρουσία τους είναι η εγγύηση που ζητούν οι διάσημοι αλλοδαποί ποδοσφαιριστές

για να δεχθούν να συνεχίσουν την καριέρα τους σε ένα τόσο υποβαθμισμένο

πρωτάθλημα. Ένας σταρ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου θα εμπιστευθεί τη Γαλατασαράι

ή την Μπεσίκτας, επειδή γνωρίζει και εκτιμά τον Λουτσέσκου ή τον Σκάλα και όχι

τον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό, αφού ο Λεμονής ή ο Αναστασιάδης τού είναι…

άγνωστες λέξεις.

Για να είμαστε δίκαιοι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο υπήρξαν πολλοί χρυσοπληρωμένοι

τεχνικοί οι οποίοι δεν άξιζαν τα λεφτά τους και άλλοι, μάλλον, άγνωστοι που

δημιούργησαν αξιοζήλευτες ομάδες. Αυτές οι εξαιρέσεις, όμως, δεν δικαιώνουν

τις επιλογές των ελληνικών ΠΑΕ, αρκετές από τις οποίες εμπιστεύτηκαν το μέλλον

τους ακόμη και σε τεχνικούς οι οποίοι ήταν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα

πριν έρθουν στη χώρα μας! Το ακριβότερο δεν είναι πάντα το καλύτερο, αλλά το

φθηνότερο είναι ­ συνήθως ­ το χειρότερο. Και η καλή φήμη σπάνια συνοδεύει

τυχαία έναν επαγγελματία.

ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ

Ρεκόρ οι αλλαγές στην τεχνική ηγεσία

Οι προπονητές ήταν και φέτος τα εύκολα θύματα όταν το αγωνιστικό πρόσωπο των

ομάδων δεν ταυτιζότανε με τις φιλοδοξίες τους. Οι μισές από τις 16 ΠΑΕ της

Εθνικής Κατηγορίας άλλαξαν προπονητή μέχρι τα μέσα σχεδόν της περιόδου και

μάλιστα πολλές από αυτές απέλυσαν και περισσότερους από έναν προπονητή σε

διάστημα λίγων μηνών.

Οι αλλαγές τεχνικής ηγεσίας αποτελούν ρεκόρ στο επαγγελματικό πρωτάθλημα

και είναι φανερό ότι οι ΠΑΕ είχαν κατά νου το ενδεχόμενο της αποτυχίας των

τεχνικών, αφού φρόντισαν να προσλάβουν προπονητές οι οποίοι θα μπορούσαν

εύκολα να απομακρυνθούν αν κάτι δεν πήγαινε καλά, χωρίς να πρέπει να τους

καταβάλουν τεράστιες αποζημιώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε τα ίδια

πρόσωπα να ανακυκλώνονται σε ομάδες από τις οποίες είχαν περάσει στο παρελθόν

και ενώ απολύθηκαν επιστρέφουν τώρα για να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.

Ιδού το φιλμ των απολύσεων:

Ολυμπιακός: Ο Γιάννης Ματζουράκης παραχώρησε την θέση του στον Τάκη Λεμονή.

ΑΕΚ: Το δίδυμο Τόνι Σαβέβσκι – Έγκεν Γκέραρντ αντικατέστησε τον Γιάννη

Παθιακάκη.

Ξάνθη: Ο Γιώργος Φοιρός αντικαταστάθηκε από τον Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος

παραιτήθηκε παραχωρώντας τη θέση του στο δίδυμο Καραγεωργίου – Ισμυρλίδη.

Αθηναϊκός: Ο Τάσος Χατζηαγγελής διαδέχθηκε τον Νίκο Κόβη.

Πανιώνιος: Ο Δημήτρης Μπαρμπαλιάς διαδέχθηκε τον Ζόραν Φιλίποβιτς. Στη θέση

του Μπαρμπαλιά προσελήφθη ο Φινλανδός Μάρτιν Κουούζελα.

ΟΦΗ: Ο Αριστείδης Βασιλείου παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Γιάννη

Σαμαρά.

Πανηλειακός: Ο Μάκης Κατσαβάκης αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Σάκη

Τσιώλη, τον οποίο διαδέχθηκε ο Σέρβος Γκρίμποτιτς.

ΠΑΣ Γιάννινα: Ο Γιώργος Παράσχος παραιτήθηκε. Αντικαταστάτης του ο Νίκος

Κόβης, ο οποίος απολύθηκε παραχωρώντας τη θέση του στον Νίκο Αναστόπουλο.