Σε σειρά προηγούμενων άρθρων μας, στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας,

προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την ιδιαίτερη σημασία που έχει στις μέρες μας η

αμφισβήτηση της εξωτερικής και εσωτερικής κυριαρχίας, που αποτελεί την πλέον

ορατή πλευρά των προβλημάτων που ταλανίζουν το σύγχρονο εθνικό κράτος. Ωστόσο,

αν θα θέλαμε να διευρύνουμε αυτόν τον προβληματισμό, θα καταλήγαμε εύκολα στο

συμπέρασμα ότι στη ρίζα αυτών των προβλημάτων βρίσκεται αναμφίβολα η προϊούσα

κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης αυτής της κυριαρχίας, που καταλαμβάνει εξίσου

τόσο την πηγή και τον φορέα της, δηλαδή τον λαό, όσο και τους πολιτικούς

θεσμούς που την εξειδικεύουν. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για μια

γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος, που εκδηλώνεται αφενός ως κρίση

της πολιτικοποίησης και της συμμετοχής στα κοινά και αφετέρου ως κρίση της

αντιπροσώπευσης και ειδικότερα του κοινοβουλευτισμού. Οι απαντήσεις βέβαια που

διαθέτει η συνταγματική πολιτική, όσο ριζοσπαστική και να είναι, εμφανίζονται

εξ ορισμού περιορισμένες, αφού οι περισσότερες από τις διεργασίες και επιλογές

που απαιτούνται για την περίφημη ­ και ανεύρετη ως τώρα ­ «επιστροφή της

πολιτικής», κινούνται κατ’ ανάγκην έξω από την κανονιστική εμβέλεια του

Συντάγματος. Επειδή όμως δεν παύουν, παρ’ όλα αυτά, να αποτελούν στοιχεία της

συνταγματικής πραγματικότητας, ως διαλεκτικής σύνδεσης του συνταγματικού

δέοντος με το πολιτικό γίγνεσθαι ­ και με δεδομένη την παιδαγωγική σημασία των

θεσμών ­ ένας αναθεωρητικός νομοθέτης εξακολουθεί να διαθέτει στην πολιτική

φαρέτρα του ένα ευρύ φάσμα συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να

σηματοδοτήσει, ουσιαστικά και συμβολικά, την αναζωογόνηση της πολιτικής

δημοκρατίας. Πρωταρχικό μέλημα μιας ρηξικέλευθης συνταγματικής πολιτικής θα

ήταν αναμφίβολα η μέγιστη εφικτή εμβάθυνση και ουσιαστικοποίηση της λαϊκής

κυριαρχίας, ως προϋπόθεση και εγγύηση τόσο της εθνικής κυριαρχίας όσο και της

δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Είναι κοινός τόπος ότι το

μείζον πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής δημοκρατίας εντοπίζεται στην

υποβάθμιση του πολιτικού ρόλου του λαού, που έχει συρρικνωθεί προ πολλού σε

μία απλή και τυπική διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων, με αποτέλεσμα την

παθητικοποίηση των πολιτών και εν τέλει την αποστασιοποίησή τους από τα κοινά.

Και όσον μεν αφορά τα πανίσχυρα οικονομικά κέντρα ιδιωτικής ισχύος και τις

πολιτικές εκφάνσεις τους, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, δεν μπορεί

παρά να επιχαίρουν με μία τέτοια εξέλιξη ­ όταν δεν την ενθαρρύνουν ή την

προκαλούν ­ αφού έτσι ενισχύεται αφάνταστα η δεδομένη θέση τους υπέρ μιας

ολιγαρχικής διακυβέρνησης που θα διασφαλίζει την πλήρη και απρόσκοπτη

επικράτησή τους. Άλλωστε οι υπέρμαχοι της απόλυτης και άνευ όρων κυριαρχίας

της αγοράς έχουν ταχθεί ανέκαθεν κατά της ισοπολιτείας, την οποία βεβαίως

ιστορικά δεν επέλεξαν, παρά τα περί αντιθέτου θρυλούμενα, αλλά τους

επιβλήθηκε, με σκληρούς και συχνά αιματηρούς διεκδικητικούς αγώνες. Όσες όμως

πολιτικές δυνάμεις εντάσσουν τον εαυτό τους στο παγκόσμιο δημοκρατικό κίνημα,

που πρωτοστάτησε στην κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας, ανεξάρτητα από την

όποια κομματική αναφορά τους, δεν είναι δυνατόν σήμερα να επαναπαύονται και να

εφησυχάζουν με μία τυπική απλώς εφαρμογή της. Οφείλουν αντίθετα να βρίσκονται

σε διαρκή εγρήγορση και να αναπτύσσουν επίκαιρες και εύστοχες πρωτοβουλίες,

που θα προωθούν την πολιτική δραστηριοποίηση και συμμετοχή και θα προσδίδουν

έτσι ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο, βάθος και προοπτική στη λαϊκή κυριαρχία,

κατ’ επέκταση δε και στη δημοκρατία. Οι πρωτοβουλίες αυτές σε συνταγματικό

επίπεδο θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν εφενός μεν την προώθηση της άμεσης

δημοκρατίας, μέσω ιδίως του θεσμού του δημοψηφίσματος, εφετέρου δε την

επίρρωση των πολιτικών δικαιωμάτων και γενικότερα της πολιτικής συμμετοχής,

μέσω ιδίως του εκδημοκρατισμού και της αναβάθμισης των διαδικασιών της

πολιτικής εκπροσώπησης. Ιδιαίτερη βέβαια σημασία στην προοπτική αυτή, αλλά και

με ευρύτερες επιπτώσεις σε ολόκληρο το φάσμα του σύγχρονου συνταγματισμού, θα

είχε και η έμμεση συνταγματική ενθάρρυνση της αυτόνομης θεσμικής οργάνωσης της

κοινωνίας των πολιτών, ως ισχυρής ενδιάμεσης βαθμίδας μεταξύ του κράτους και

της κοινωνίας των ιδιωτικών συμφερόντων. Όλα αυτά, όμως, αποτελούν ζητήματα

που απαιτούν ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, την οποία θα αναπτύξουμε, στο μέτρο

του εφικτού, σε επόμενα σημειώματά μας.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.