Σε ένα από τα πολλά συνταγματικά ακροβατικά του κ. Βενιζέλου ορίστηκε ότι η

ιδιότητα του μετόχου επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την

ιδιότητα του μετόχου επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου την

εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών.

Η διατύπωση αυτή του κ. Βενιζέλου ψηφίστηκε από ευρεία πλειοψηφία της

Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος και αποτελεί τη βάση της συζήτησης για

την αναθεώρηση του άρθρου 14 του Συντάγματος.

Φαίνεται ότι μόλις άρχισε πλέον η συζήτηση στη Βουλή για την Αναθεώρηση,

κάποιος «σφύριξε» στον κ. Βενιζέλο ότι πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες μέτοχοι ­

π.χ. του ΔΟΛ ­ που είναι ταυτόχρονα και μέτοχοι κάποιας εισηγμένης στο ΧΑΑ

τεχνικής εταιρείας που αναλαμβάνει δημόσια έργα. Με μια συνταγματική πιρουέτα

ο κ. Βενιζέλος τακτοποίησε αμέσως το πρόβλημα αντικαθιστώντας την έννοια του

μετόχου με την έννοια του βασικού μετόχου. Δηλαδή, ασυμβίβαστη είναι πια η

ιδιότητα του βασικού μετόχου επιχείρησης μέσων ενημέρωσης με την ιδιότητα του

βασικού μετόχου επιχείρησης που αναλαμβάνει δημόσια έργα.

Από το σημείο αυτό άρχισε η διαπραγμάτευση για το αν η κατοχή τού 5% ή του 10%

των μετοχών καθιστά κάποιον βασικό μέτοχο.

Για να δοκιμάσω την ευελιξία του κ. Βενιζέλου, θέτω το εξής ερώτημα: Αν σε μια

επιχείρηση δύο μέτοχοι κατέχουν ο καθένας το 49,5% και ένας τρίτος κατέχει το

1%, ποιος είναι ο βασικός μέτοχος;

Το συμπέρασμά μου είναι ότι η ακατάσχετη συνταγματική περιπτωσιολογία θα

καταστήσει και το Σύνταγμα (μετά τους νόμους) ανεφάρμοστο κουρελόχαρτο.

Θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, να μπει στον κόπο ο

Πρωθυπουργός κ. Σημίτης να διαβάσει το άρθρο του κ. Σημίτη (του ίδιου κ.

Σημίτη) στο «ΒΗΜΑ» της 5ης Φεβρουαρίου 1995, όπου γράφει: «Η χρηματοδότηση των

κομμάτων, η ποινική ευθύνη των υπουργών, οι σχέσεις εξουσίας και μέσων μαζικής

επικοινωνίας, η προστασία της ελεύθερης επικοινωνίας και ανταπόκρισης, ο

εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η αποκέντρωση της εξουσίας και της

Αυτοδιοίκησης, η προστασία της ιδιωτικής ζωής του πολίτη, κ.λπ., είναι

ζητήματα που εξαρτώνται κυρίως από την πολιτική βούληση των πολιτικών και όχι

από τη μετάθεσή τους από το επίπεδο νόμων σε επίπεδο συνταγματικής διάταξης».

Η συνταγματική περιπτωσιολογία, κατά τον κ. Σημίτη του 1995, σημαίνει

υποβάθμιση του ίδιου του Κοινοβουλίου και του θεσμού του νόμου, ως ανεπαρκών

μέσων για τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής μας ζωής. Συμφωνώ με την άποψη αυτή,

που είναι σε πλήρη διάσταση με την πράξη του κ. Σημίτη του 2001.