Όταν περήφανοι Αυστραλοί παρήλασαν στο Σίδνεϊ πριν από 100 χρόνια, χαιρετώντας

τη σύσταση του ανεξάρτητου έθνους τους, δεν διακρίνονταν μαύρα πρόσωπα μεταξύ

των συγκεντρωμένων. Μόνο δύο γυναίκες συμμετείχαν στη διαδικασία. Οι

Αβοριγίνες δεν είχαν προσκληθεί στο πάρτι που είχε διοργανωθεί για τον

εορτασμό της ένωσης έξι αποικιών σε ενιαίο ομόσπονδο έθνος. (αποικιών, που οι

μεταξύ τους σχέσεις δεν χαρακτηρίζονταν από απόλυτη γαλήνη και τα μεταξύ τους

σύνορα χωρίζονταν από φυλάκια ελέγχου).

Το νέο Σύνταγμα αγνόησε την ύπαρξή τους, ενώ ο πρώτος νόμος που ενέκρινε το

ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο προστάτευε τη μεταναστατευτική πολιτική της Λευκής

Αυστραλίας, που είχε στόχο να αφήσει εκτός τους Ασιάτες.

Στο Σίδνεϊ, οι διοργανωτές της φαντασμαγορικής παρέλασης με στολές εποχής την

Πρωτοχρονιά ­ οι οποίες σηματοδοτούν την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων της

εκατονταετηρίδας ­ προσεκτικοί στο να μην επαναλάβουν λάθη του παρελθόντος,

επικέντρωσαν την προσοχή τους στις αλλαγές που διαδραματίστηκαν. Τα πρώτα

άρματα είναι αφιερωμένα στην κουλτούρα των αυτοχθόνων και αναγνωρίζουν τους

Αβοριγίνες ως τους πρώτους κατοίκους αυτής της γης, ενώ άλλα αντανακλούν την

διαφορετικότητα της σύγχρονης, πολυπολιτισμικής Αυστραλίας.

Ωστόσο τα αγκάθια που πληγώνουν ακόμη την εθνική ομοψυχία, στις πρώτες μέρες

του 2001, θυμίζουν δίκαια εκείνα που σημάδεψαν τη γέννηση του έθνους: είναι η

αποτυχία των λευκών Αυστραλών να συμβιβαστούν με το οδυνηρό παρελθόν και η

ανικανότητά τους να βαδίσουν με τόλμη προς το μέλλον.

Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν περισσότεροι Αυστραλοί είχαν το θάρρος

των πιστεύω τους πριν από έναν χρόνο, όταν ψήφισαν στο δημοψήφισμα για το

Σύνταγμα, η ανατολή του 2001 θα σήμανε την ανάδυση μιας νέας, διαφορετικής

δημοκρατίας. Και αν υπήρχε ένας πρωθυπουργός με ταλέντο και όραμα, και όχι ο

μοναρχιστής και συντηρητικός Τζον Χάουαρντ, πραγματική συμφιλίωση με τους

Αβοριγίνες μπορεί να είχε επιτευχθεί.

Αντίθετα, παρά τις δημοσκοπήσεις που αποκαλύπτουν ότι η πλειοψηφία τάσσεται

υπέρ της διάσπασης των δεσμών με τη Βρετανία, οι υποστηρικτές της μοναρχίας,

με μια εκστρατεία εκφοβιστική, υπέγραψαν την καταδίκη του δημοψηφίσματος. Σε

αυτό το πλαίσιο, οι κοινότητες των μαύρων είναι απογοητευμένες από την άρνηση

του κ. Χάουαρντ να απολογηθεί για τις αμαρτίες προγενέστερων γενεών. Πολλοί

Αβοριγίνες θεωρούν ότι το μήνυμα της συμμετοχής στοιχείων αυτοχθόνων στις

παρελάσεις ­ όπως και στην εναρκτήρια τελετή των πρόσφατων Ολυμπιακών Αγώνων

του Σίδνεϊ ­ δεν είναι παρά ένας κενός χαιρετισμός, μια φτηνή υπόκλιση στην

κατεύθυνση της πολιτικής ορθότητας.

Για κάποιους ήταν κάτι σαν προμήνυμα όταν το πιο ισχυρό σύμβολο του έθνους, το

Ουλούρου ­ γνωστός παλιά ως βράχος του Άγιερ ­, αποκλείστηκε αβασάνιστα από

τις εκδηλώσεις της εκατονταετηρίδας έπειτα από τον θάνατο την περασμένη

εβδομάδα ενός γηραιού Αβοριγίνα, προστάτη κι εκείνου, όπως όλοι της φυλής του,

του ιερού τόπου. Η τελετή της χαραυγής μεταφέρθηκε σε έναν παλιό τηλεγραφικό

σταθμό στο Αλις Σπρινγκς, που όχι μόνο δεν διαθέτει τις οπτικές προεκτάσεις

του Ουλούρου αλλά στιγματίζεται και από ένα ατυχές ιστορικό: κάποτε στέγασε

παιδιά Αβοριγίνων που είχαν «κλαπεί» από τις οικογένειές τους με τις ευλογίες

της αφομοιωτικής πολιτικής που επικρατούσε.

Οδυνηρό παρελθόν. Πολλοί Αβοριγίνες θεωρούν ότι το μήνυμα της συμμετοχής

στοιχείων αυτοχθόνων στις παρελάσεις ­ όπως και στην εναρκτήρια τελετή των

πρόσφατων Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ ­ δεν είναι παρά ένας κενός χαιρετισμός

Η ίδια πολιτική εφαρμοζόταν και το 1901, όταν το νέο ­ τότε ­ αυστραλιανό

Σύνταγμα απέκλειε ειδικά τους Αβοριγίνες από την πληθυσμιακή απογραφή και

απαγόρευε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να νομοθετεί εκ μέρους τους ­ διατάξεις

που δεν είχαν απαλειφθεί μέχρι το 1967. Πολλά άρθρα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα

στις αυστραλιανές εφημερίδες ήταν αφιερωμένα στην αναίμακτη γέννηση του

έθνους, συνέπεια όχι πολέμου ή επανάστασης, όπως επεσήμαναν, αλλά

ορθολογιστικών συζητήσεων και μιας σειράς δημοκρατικών ψηφοφοριών. Εν μέσω

φημών περί αποικιοκρατικών φιλοδοξιών Γαλλίας και Γερμανίας στον Ειρηνικό,

κίνητρο για τη σύσταση της ομοσπονδίας υπήρξε η επιθυμία για κοινή αμυντική

πολιτική. Όμως το 84% των Αυστραλών δεν ψήφισε στα δημοψηφίσματα που άνοιξαν

τον δρόμο προς την ομοσπονδία. Οι γυναίκες αποκλείστηκαν, εκτός από τη Νότια

και Δυτική Αυστραλία, όπως και οι Αβοριγίνες, εξαιρουμένης της Νότιας

Αυστραλίας. Οι Ινδιάνοι, οι Κινέζοι και οι εκ του Ειρηνικού προερχόμενοι δεν

μπορούσαν να ψηφίσουν, όπως και ο κόσμος που λάμβανε βοήθεια από δημόσια ή

φιλανθρωπικά ιδρύματα. Η Αυστραλία απέκτησε πραγματική ανεξαρτησία το 1901. Η

Βρετανία ήταν ακόμη υπεύθυνη για τις διεθνείς σχέσεις της και την άμυνα. Η

Αυστραλία δεν είχε δικό της εθνικό έμβλημα ή νόμισμα, ούτε και έζησε

καθοριστικές στιγμές πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χάθηκαν 60.000

στρατιώτες πολεμώντας για την Βρετανική Αυτοκρατορία.

Με θλίψη κάποιοι ιστορικοί επισημαίνουν το αναίμακτο της ίδρυσης της

Αυστραλίας, υπονοώντας ότι μια πιο δραματική εξέλιξη ίσως να αποδεικνυόταν

περισσότερο ικανή να σταθεί έντονα στη μνήμη. Μια ομάδα συντηρητικών ανδρών με

ψηλά καπέλα συγκεντρώθηκε σε πάρκο του Σίδνεϊ για να διακηρύξει την ίδρυση του

νέου έθνους: αυτό συνέβη πριν από έναν αιώνα. Μόλις το ένα πέμπτο των

Αυστραλών που ρωτήθηκαν το 1997 κατάφερε να ονομάσει τον πρώτο πρωθυπουργό της

χώρας, τον Έντμουντ Μπάρτον. Οι περισσότεροι από αυτούς που κατέκλυσαν τους

δρόμους το 1901 για να χαιρετίσουν «την Αγγλοσαξονική Κοινοπολιτεία κάτω από

τους ουρανούς της Αυστραλίας» είχαν βρετανική ή ιρλανδική καταγωγή και έτσι

ήθελαν να παραμείνει η Αυστραλία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η χώρα

συνειδητοποίησε ότι έπρεπε «να εποικισθεί γιατί αλλιώς θα αφανιζόταν». Οι

πρώτοι μετανάστες προέρχονταν από τη Νότια και Κεντρική Ευρώπη και στη

συνέχεια από την Ασία. Μόλις την περασμένη δεκαετία ωστόσο, ιστορικής σημασίας

δικαστικές αποφάσεις εδραίωσαν την αρχή ότι η ήπειρος ανήκε στους Αβοριγίνες

πριν εποικισθεί από Ευρωπαίους, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επιστροφή

τους στα πάτρια «φυλετικά» εδάφη. Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινωνία

που αναδύθηκε τον περασμένο αιώνα πόρρω απέχει από τον ιεραρχικό και ταξικό

σνομπισμό του βρετανικού μοντέλου στο οποίο στηρίχτηκε.