ΕΙΝΑΙ ίσως η μόνη λέξη που, ενώ έχει ως πρώτο συνθετικό το «ευ», προκαλεί τόσο

αρνητικές αντιδράσεις. Ο λόγος για την ευθανασία.

Έχει ο άνθρωπος δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του γιατί θεωρεί ότι η

συνέχισή της τον απαξιώνει; Ο Έρνεστ Χεμινγουέι αυτοκτόνησε με το

κυνηγετικό του όπλο για να τελειώνει μια ώρα πιο γρήγορα με την επάρατη νόσο,

από την οποία είχε προσβληθεί. Για τους αναγνώστες του, ήταν η φυσική

αντίδραση ενός συγγραφέα, του οποίου το αρρενωπό ύφος δεν περιελάμβανε

επίθετα.

Αν ένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνει αυτή την επιλογή, γιατί

έχει περιέλθει σε κώμα ή σε κάποια κατάσταση που αναιρεί την προσωπικότητά

του, μπορεί κάποιος άλλος να υλοποιήσει την απόφασή του ή να αποφασίσει

για αυτόν ώστε να σταματήσει να υποφέρει; Η απάντηση δεν είναι εύκολη,

αλλά για κάποιους, όπως ο Βρετανός γιατρός Ντείβιντ Μουρ, είναι σαφώς θετική.

Ο δρ Μουρ βοήθησε 300 ασθενείς που έπασχαν από ανίατα νοσήματα να τερματίσουν

τη ζωή τους. Η βρετανική δικαιοσύνη τον αθώωσε. Αντιθέτως, ο διαβόητος Τζακ

Κεβορκιάν, γνωστός και ως «Δρ Θάνατος», δεν απέφυγε τις καταδίκες από

δικαστήρια κάποιων αμερικανικών Πολιτειών.

Θα δικαιώσει η Ιστορία τους Ολλανδούς και τη νομοθετική πρωτοβουλία τους –

τομή για τη διεθνή έννομη τάξη; Πάντως, η προϊστορία της ευθανασίας δεν είναι

καθησυχαστική. Από τη Σπάρτη του Λυκούργου ως τους ναζί γιατρούς του Άουσβιτς,

η ευθανασία λειτούργησε ως δικαιολογία για πάσης φύσεως εκκαθαρίσεις, κάπου

ανάμεσα στην ευγονική και τη γενοκτονία.

Τη φιλοσοφική διάσταση του ζητήματος που άπτεται του δικαιώματος

αυτοκαθορισμού του ατόμου, δηλαδή του πυρήνα της αυτονομίας του, επισημαίνει ο

δικηγόρος Χρ. Αργυρόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων. Αν η

έννομη τάξη δεν τιμωρεί τον αυτόχειρα, ακόμη και αν η προσπάθειά του αποτύχει

και ο ίδιος παραμείνει στη ζωή, η παροχή βοήθειας σε αυτοκτονία ή η θανάτωση

έστω και από λόγους οίκτου, αποτελεί, με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα,

ανθρωποκτονία και τιμωρείται αναλόγως ­ δηλαδή ακόμη και με ισόβια. Το ερώτημα

όμως είναι τι γίνεται με ανθρώπους που πάσχουν από ανίατες ασθένειες και

υποφέρουν καθώς βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Στοιχείο της προσωπικότητας του

ανθρώπου είναι και το δικαίωμα στην αξιοπρέπειά του. Ασφαλώς, ο ορισμός των

προϋποθέσεων υπό τις οποίες η ευθανασία επιτρέπεται, είναι κρίσιμος και

αναγκαίος. Ωστόσο, εκφράζοντας την προσωπική του άποψη, ο κ. Αργυρόπουλος

εκτιμά ότι μια νομοθετική ρύθμιση είναι αναγκαία.

Πάντως, το ζήτημα της ευθανασίας, όπως επισημαίνει ο υπουργός Πολιτισμού και

καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Ευ. Βενιζέλος, εμπίπτει στα άρθρα 2 παρ. 1

(«Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική

υποχρέωση της Πολιτείας») και 5 παρ. 1 και 2 («Καθένας έχει δικαίωμα να

αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του…» και «Όλοι όσοι βρίσκονται στην

Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και

της ελευθερίας τους…»). Το πώς ορίζει κανείς τις παραπάνω έννοιες, είναι

κρίσιμο για το πώς θα αντιμετωπίσει την ευθανασία. Πρόκειται για διατάξεις που

περιλαμβάνονται στον «σκληρό πυρήνα» του Συντάγματος, δεν αναθεωρούνται, άρα

αν μια νομοθετική ρύθμιση για την ευθανασία κριθεί ότι προσκρούει σε αυτές,

υπάρχει πρόβλημα.

Αρνητικοί απέναντι στο θέμα είναι τρεις γιατροί, καθηγητές Πανεπιστημίου.

Εκφράζοντας την προσωπική του άποψη ο κ. Γ. Μπαλτόπουλος, ο οποίος είναι και

πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, τη θεωρεί «βάναυση

παραβίαση της Ιπποκρατικής ιατρικής, η οποία σαφώς απαγορεύει την επίσπευση

του θανάτου». Σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή, αποστολή των γιατρών είναι να

σώζουν ή έστω να παρατείνουν ζωές. Ο κ. Π. Μπεχράκης, διευθυντής στη Μονάδα

Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν» και πρόεδρος της

Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, εκτιμά ότι η νομιμοποίηση της ευθανασίας

εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ασφαλιστικών εταιρειών, αφού τα μεγαλύτερα έξοδα

νοσηλείας ανακύπτουν στο τέλος της ζωής. Ο ίδιος πιστεύει ότι «ιστορικά, όποτε

οι γιατροί ενεπλάκησαν στη διευκόλυνση του τερματισμού της ζωής, απαξιώθηκαν».

Από την πλευρά του, ο κ. Ι. Στ. Παπαδόπουλος δεν είναι βέβαιος ότι «ο ιατρικός

κόσμος έχει την ποιότητα και την αξιοπιστία που απαιτείται για να μην

εκμεταλλευθεί οικονομικά την ευθανασία». Επισημαίνει επίσης ότι ευθανασία δεν

σημαίνει θανάτωση, αλλά να πεθάνει κανείς καλά. Πώς γίνεται αυτό; «Με το να

περνούν οι ασθενείς τις τελευταίες τους ώρες στο σπίτι ­ και όχι να τους

εναποθέτουμε σε ένα νοσοκομείο».

Δεν λείπουν οι φωνές που μιλούν για οικονομικά συμφέροντα ασφαλιστικών εταιρειών

Η Ολλανδία είναι πλέον η πρώτη χώρα στον κόσμο που έχει νομιμοποιήσει και

θεσμοθετήσει νομοθετικά την ευθανασία. Πριν από τέσσερα χρόνια η Αυστραλία

είχε νομιμοποιήσει την ευθανασία για όσους έπασχαν απο ανίατες ασθένειες.

Ελάχιστους μήνες αργότερα, όμως, η διάταξη αποσύρθηκε λόγω της έντονης

κοινωνικής κατακραυγής.

Στην Ολλανδία, πάντως, την κοινωνία της χώρας αυτής είχε απασχολήσει

επανειλημμένως το θέμα της ευθανασίας. Ιατρική βιβλιογραφία αναφέρει ότι το

θέμα αυτό αναφέρεται όχι μόνο σε ασθενείς που βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της

ασθένειάς τους, αλλά ακόμα και σε νεογέννητα με σοβαρά προβλήματα υγείας ή σε

ψυχασθενείς. Η ίδια βιβλιογραφία τονίζει ότι η νομιμοποίηση της ευθανασίας

στην Ολλανδία οδηγεί σε μετατροπή της θανάτωσης σε τρόπο αντιμετώπισης των

ασθενών τελικού σταδίου και στον αποκλεισμό από την επιστημονική ανάπτυξη της

υποστηρικτικής και ανακουφιστικής φροντίδας.

Πάντως, δεν έλειψαν και οι φωνές διαμαρτυρίας μετά τη νομιμοποίηση της

ευθανασίας. Κάποιοι μίλησαν για οικονομικά συμφέροντα ασφαλιστικών εταιρειών

(τα έξοδα των οποίων για τη νοσηλεία των βαρύτατα ασθενών είναι υπέρογκα) από

την εφαρμογή της ευθανασίας. Ακόμα και πολιτικοί της χώρας μίλησαν για

επιστημονικό και ηθικό κατήφορο της Ιατρικής.