Πριν από λίγους μήνες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μία έκθεση στην

οποία συνέκρινε τις «σχολικές επιδόσεις» των χωρών-μελών της Ε.Ε.

Και το συμπέρασμά της ήταν μάλλον δυσοίωνο. Μπορεί τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά

συστήματα να είναι τα ακριβότερα του κόσμου, αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι

αποτελούν και εγγύηση για την επιτυχία…

Η γενική διεύθυνση εκπαίδευσης της Ε.Ε., με επικεφαλής τη Λουξεμβούργια Βιβιάν

Ρέντινγκ, συνέκρινε, μεταξύ άλλων, τις επιδόσεις των δεκαπέντε χωρών-μελών με

βάση το ποσοστό σχολικής αποτυχίας ­ τον αριθμό των νέων που εγκαταλείπουν το

εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς κανένα δίπλωμα. Το κριτήριο αυτό, μάλιστα,

διευρύνθηκε από την Επιτροπή ώστε να περιλαμβάνει και τους μαθητές που

ουδέποτε κατάφεραν να αποκτήσουν θεμελιώδεις γνώσεις σε ό,τι αφορά την

ανάγνωση, την αριθμητική ή τη σφαιρική κατανόηση. Το 1999, λοιπόν, το μέσο

ποσοστό σχολικής αποτυχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης άγγιξε το 22,5% ­ και η

υπηρεσία της Βιβιάν Ρέντινγκ το χαρακτήρισε «σχετικά υψηλό».

Οι Βόρειοι

Τα βόρεια κράτη επιτυγχάνουν και τα καλύτερα αποτελέσματα: η Σουηδία και η

Φινλανδία εμφανίζουν ποσοστό αποτυχίας μικρότερο του 10%. Η Αυστρία, η

Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία διατηρούνται κάτω από το φράγμα του 20%. Η

Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία έχουν το ελάχιστα ζηλευτό προνόμιο να

«μοιράζονται» την προτελευταία θέση, με ποσοστό περίπου 30%. Και η Πορτογαλία

παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό σχολικής αποτυχίας: 40%.

Τι ευθύνη φέρουν τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα γι’ αυτές τις αποτυχίες;

Πρόκειται για ένα ερώτημα που ουδείς τολμούσε να θέσει πριν από μερικά χρόνια

­ σήμερα, όμως, αναζητεί επειγόντως απάντηση. Προκειμένου δε να τη βρουν, οι

ερευνητές δανείζονται από τον εμπορικό τομέα την τεχνική της σχέσης

ποιότητας-τιμής. Και αντιπαραθέτουν τις λιγότερο ή περισσότερο καλές επιδόσεις

που αναφέρονται πιο πάνω με το ποσό που είναι πρόθυμο να δαπανήσει κάθε

χώρα-μέλος για την εκπαίδευση.

Τα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν μόνο τις δημόσιες δαπάνες και δείχνουν μία

μεγάλη ασυμμετρία μεταξύ των χωρών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη δευτεροβάθμια

εκπαίδευση: λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές της αγοραστικής δύναμης, η Ελλάδα

δαπανά περίπου 750.000 δραχμές κάθε χρόνο και για κάθε μαθητή αυτού του

κύκλου, ενώ το Λουξεμβούργο κάτι λιγότερο από 3,5 εκατομμύρια δραχμές. Ανάμεσα

σε αυτά τα δύο άκρα, βρίσκεται μία ομάδα χωρών με χαμηλές δαπάνες, που

περιλαμβάνει την Ιρλανδία (1,2 εκατ. δραχμές), τη Βρετανία (1,25 εκατ.

δραχμές) και τη Γερμανία (1,37 εκατ. δραχμές), καθώς και μία ομάδα αρκετά

«σπάταλων» χωρών, όπως η Ιταλία (2 εκατ. δραχμές) και η Γαλλία (2,2 εκατ.

δραχμές), η οποία τοποθετείται ακριβώς πίσω από τη Σουηδία.

Εξετάζοντας, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη σχέση ποιότητας-τιμής,

καταλήγουμε και στο πρώτο συμπέρασμα: τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα

είναι τα ακριβότερα του κόσμου, χωρίς, ωστόσο, να εγγυώνται επαρκώς τη σχολική

επιτυχία.

Τα έξοδα και τα αποτελέσματα

Αυτή η σκληρή διαπίστωση, πάντως, αμβλύνεται και πρέπει να αμβλυνθεί με έναν

διαχωρισμό μεταξύ τριών διαφορετικών ομάδων. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις

χώρες που εμφανίζουν μέτριες σχολικές επιδόσεις αλλά και ιδιαίτερα χαμηλές

δαπάνες. Όπως τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είναι η οργάνωση των

εκπαιδευτικών συστημάτων τους που τίθεται υπό αμφισβήτηση: το πρόβλημα δεν

έγκειται στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η εκπαιδευτική πολιτική, έγκειται

στην ίδια την εκπαιδευτική πολιτική που στερείται φιλοδοξίας. Στην ομάδα αυτή

ανήκουν η Βρετανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η δεύτερη ομάδα

περιλαμβάνει τις χώρες που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, είναι ιδιαίτερα

γενναιόδωρες όσον αφορά τις δαπάνες για την εκπαίδευση και εμφανίζουν

επιδόσεις σαφώς ανώτερες του μέσου όρου. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την

Αυστρία. Στην ομάδα αυτή ανήκουν επίσης η Σουηδία και η Φινλανδία. Η τρίτη και

τελευταία ομάδα περιλαμβάνει τις χώρες που βρίσκονται, βάσει αυτού του

κριτηρίου, στην πλεονεκτικότερη θέση: δαπανούν χαμηλά ποσά, αλλά επιτυγχάνουν

καλά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Γερμανία: το

εκπαιδευτικό της σύστημα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλές δημόσιες δαπάνες

για την Ανώτατη Εκπαίδευση (που αφορά, όμως, λίγα άτομα), μέτριες δαπάνες για

την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και πολύ χαμηλές δαπάνες για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.