Μια μικρή «επανάσταση» πραγματοποίησαν τα μικρά ευρωπαϊκά κράτη στη Σύνοδο

Κορυφής του Μπιαρίτς.

Σιράκ – Πρόντι. Η πρόταση της Γαλλίας για περιορισμό του αριθμού των

επιτρόπων προκάλεσε την οργή των μικρών ευρωπαϊκών χωρών

Και η επακόλουθη «μάχη» που ξέσπασε μεταξύ μεγάλων και μικρών κρατών στο

πλαίσιο της ­ κοινής ­ προσπάθειας εκσυγχρονισμού του τρόπου λειτουργίας της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδήγησε τη διήμερη άτυπη σύνοδο σε αδιέξοδο όσον αφορά δύο

βασικά ζητήματα.

Παρά τη συμφωνία για την ανάγκη να επιτραπεί η ανάδυση μιας Ευρώπης πολλών

ταχυτήτων και να μην έχουν τα κράτη – μέλη δικαίωμα άσκησης βέτο στους νέους

τομείς λήψης αποφάσεων, οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο σε ορισμένα από τα

πλέον θεμελιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες.

Το δείπνο

Ύστερα από το δείπνο που παρέθεσε την περασμένη Παρασκευή στο Μπιαρίτς ο

Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ, οι ηγέτες των μικρών χωρών της Ευρώπης δεν

μπορούσαν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν, να συγκρατήσουν τον

θυμό τους απέναντι σε αυτό που εισέπραξαν ως «συνωμοσία» των μεγάλων κρατών –

μελών της Ε.Ε. εναντίον τους.

«Το δείπνο συνοδεύτηκε από πολύ σθεναρές, πολύ ζωντανές και ορισμένες φορές

παθιασμένες, ανταλλαγές απόψεων», δήλωσε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, Ζαν

– Κλοντ Ζινκέρ. Ο Ζινκέρ, πάντως, επιχείρησε να δώσει έναν θετικό τόνο στην

υπόθεση: οι ευρωπαϊκές χώρες «έχουν μάθει να ομιλούν με πολλή ειλικρίνεια»,

είπε.

Στην καρδιά της διαμάχης ήταν μια δήλωση του Ζακ Σιράκ, σύμφωνα με την οποία η

επιμονή των μικρών χωρών να διατηρήσουν το επίπεδο της επιρροής τους στην

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενδέχεται να καθυστερεί τη διεύρυνση προς τα ανατολικά.

Η Σύνοδος Κορυφής του Μπιαρίτς ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν από τη Σύνοδο

που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στη Νίκαια, τον προσεχή Δεκέμβριο, με σκοπό

την τροποποίηση της Συνθήκης της Ευρώπης.

Στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων από τον ευρωπαϊκό συνασπισμό επικρατεί

ομοφωνία όσον αφορά την ανάγκη μεταρρύθμισης προτού αρχίσει να δέχεται η

Ευρώπη νέα μέλη στους κόλπους της.

Κάθε χώρα έχει δικαίωμα να διορίζει από έναν εκπρόσωπο στην Ευρωπαϊκή

Επιτροπή, ενώ τα μεγάλα κράτη – μέλη στέλνουν από δύο. Με σύνολο 20 επιτρόπους

αυτή τη στιγμή, το εκτελεστικό σώμα της Ε.Ε. είναι ήδη δυσκίνητο και

περιλαμβάνει αρκετά χαρτοφυλάκια, όπου οι αρμοδιότητες είναι μικρές και η

ισχύς του επιτρόπου περιορισμένη.

Αλλά οι προσπάθειες να ελαττωθεί ο αριθμός των επιτρόπων άνοιξαν τους ασκούς

του Αιόλου.

Δύο σενάρια υπό εξέταση

Υπάρχουν δύο σενάρια υπό εξέταση. Το πρώτο, και το πιο πιθανό, θέλει τις

μεγάλες χώρες να απαρνιούνται το δικαίωμα στον ένα από τους δύο επιτρόπους

τους, εισπράττοντας ως αντάλλαγμα μεγαλύτερη εκλογική ισχύ στο Συμβούλιο των

Υπουργών.

Επί του παρόντος επικρατεί μεγάλη ανισορροπία και η Γερμανία, μια χώρα με

πληθυσμό που ξεπερνά τα 80 εκατομμύρια, διαθέτει 10 ψήφους στο Συμβούλιο, ενώ

το Λουξεμβούργο, που έχει μόνο 400.000 υπηκόους, έχει δύο ψήφους. Οι μεγάλες

χώρες, όπως η Ιταλία, επιθυμούν σαρωτικές αλλαγές και ένα σύστημα όπου η

εκλογική ισχύς θα κυμαίνεται μεταξύ 3 και 33 ψήφων, ανάλογα με το μέγεθος του

πληθυσμού κάθε χώρας. Δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερες αποφάσεις

πρόκειται να λαμβάνονται εφεξής με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η εκλογική

ισχύς των εθνών είναι περισσότερο σημαντική από ποτέ.

Η Γαλλία, όμως, εξόργισε τις μικρές χώρες όταν πρότεινε ένα πιο ριζοσπαστικό

βήμα, σύμφωνα με το οποίο ο ανώτατος αριθμός των επιτρόπων δεν θα πρέπει να

ξεπερνά τους 12. Υπό αυτό το σχήμα, οι χώρες θα εκπροσωπούνταν στην επιτροπή

βάσει ενός συστήματος εκ περιτροπής.

Με επικεφαλής την Ολλανδία και το Βέλγιο, οι μικρές χώρες εξεγέρθηκαν στο

Μπιαρίτς. Ο Βέλγος πρωθυπουργός, Γκι Βερχόφσταντ, υπερασπίστηκε την ανάγκη «να

διατηρήσει κάθε χώρα από έναν επίτροπο, ώστε να έχουν όλες εκπροσώπηση». Κι

ενώ η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο βαριά, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας,

Αντόνιο Γκουτέρες, πρόσθεσε ότι «μεταξύ των σημαντικών ισορροπιών στην Ε.Ε.

είναι και η ισορροπία ανάμεσα στα μεγάλα και τα μικρά κράτη».

Οι διπλωμάτες έσπευσαν να υπενθυμίσουν πως ανάλογα προβλήματα είχαν προκύψει

στη διάρκεια της τελευταίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τη Συνθήκη στο

Άμστερνταμ, το 1997, και ότι παρόμοια προβλήματα δεν επιλύονται εύκολα.

Λιγότερο από δύο μήνες πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας, το χάσμα μεταξύ

«μεγάλων» και «μικρών» παραμένει πάντα εξίσου μεγάλο.