Το «De Luxe» μού θυμίζει τη Fanta, το δροσιστικό αεριούχο αναψυκτικό. Έτσι και

το «De Luxe» είναι ένας δροσιστικός πορτοκαλί χώρος αναψυχής.

Έχει πλάκα αυτό το μαγαζί με στάιλιγκ τύπου mod στου Μακρυγιάννη. Η διακόσμησή

του χαρακτηρίζεται από στοιχεία της δεκαετίας του ’60 και είναι σίγουρα

ολοκληρωμένη, ξεκάθαρη. Μπαίνεις κατευθείαν στο πνεύμα του χώρου και αυτό

είναι καλό. Με το που περνάς από την ανοξείδωτη πόρτα, κάτι που θυμίζει τις

στενές πόρτες τρένου στο ντιζάιν, βρίσκεσαι στη σάλα, μια αίθουσα βαμμένη

πορτοκαλί και γκρι, με ζωντανό μπαρ στη μια μεριά και καλά τοποθετημένα

τραπέζια στην άλλη. Εμείς καθήσαμε επάνω, δίπλα σε μια εξίσου «retro»

τοιχογραφία, σαν λεπτομέρεια από έργο του Roy Lichtenstein ή σαν ταπετσαρία

κουζίνας της εποχής. Ακόμα και μία από τις σερβιτόρες με το μυστήριο κούρεμα

έχει αυτό το μοδάτο καχεκτικό look, εάν όχι ακριβώς της εποχής, ωστόσο αρκετά

grunge ώστε να ταιριάζει απόλυτα, σαν να είναι και η ίδια επιλεγμένο αξεσουάρ.

Ήμουν με έναν φίλο· και οι δυο μας σαράντα και κάτι. Να ήμουν πάλι 20!

Ξαφνικά, αφού πλημμύρισε το μπαρ με κόσμο ­ Δευτέρα βράδυ παρακαλώ ­

αισθανόμασταν και οι δύο σαν γέροι. Το «De Luxe», με λίγα λόγια, αναπνέει

νεανικότητα. Η πελατεία, μια πληθώρα ομορφιάς και από τα δύο φύλα, κινείται

χαριτωμένα μέσα στον χώρο. Η «νεολαία» φοράει τις διάφορες στολές της μόδας

των ημερών μας, πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα έχουν ερμηνεύσει τα μοτίβα του ’60

και του ’70 ελεύθερα. (Και τι έγινε εάν δεν έχουν απολαύσει τον Hendrix να

ωρύεται από τα ηχεία! Μπορεί να μην ξέρουν καν ποιος ήταν, αφού πέθανε πριν

από 30 χρόνια, πριν ακόμα γεννηθούν αυτά τα παιδιά!)

Το «De Luxe» έχει ένα μενού εξίσου ταιριαστό με τον χώρο. Δεν εννοώ ότι θα

βρείτε τα αποφάγια του ’70, αλλά τα πιάτα «έχουν άποψη». (Αυτό που δεν έχουν,

όμως, είναι κάποια ιδιαίτερη φινέτσα). Ορισμένα, μάλιστα, είναι σίγουρα τα

δημιουργήματα κάποιας ψυχεδελικής επιρροής! Έτσι μου ακουγόταν, για

παράδειγμα, το ριζότο με καπνιστό σολομό και σάλτσα ουίσκι. Κάτι δεν πήγαινε

και έτσι δεν το παραγγείλαμε. Δοκιμάσαμε, όμως, ένα άλλο τριπαρισμένο

ορεκτικό, τα τηγανητά αβοκάντο. Το σύνολο του πιάτου αποτελείται από

χοντρούτσικες φέτες αβοκάντο βουτηγμένες σε κουρκούτι και κατόπιν

μπανιαρισμένες στη φριτέζα. Είναι τοποθετημένες πάνω σε φύλλα μαρουλιού και

στο πλάι υπάρχει μια χουφτίτσα από φύτρες φασολιών και μια μαγιονέζα

εμπλουτισμένη με ίνες καβουριού. Καθαρά ψυχεδελικά! Μια άλλη ιδέα ολίγον

μυστήρια ήταν το τσιζ κέικ με γαρίδες, μια μεγάλη φέτα από το αλμυρό αυτό κέικ

με έντονη γεύση μπέικον και μια πηκτή σαν πάπλωμα σάλτσα πικάντικης ντομάτας

από πάνω. Η σαλάτα ρόκα με παρμεζάνα, σταφίδες, κουκουνάρια και κρεμμύδια

καραμελωμένα στεκόταν. Τα κανελόνια με άγρια μανιτάρια, σπανάκι και γραβιέρα

όσο και αν προσπάθησαν στην κουζίνα περνώντας από τα μικροκύματα δεν κατάφεραν

να σηκώσουν τη σκιά του θανάτου που πλανιόταν από πάνω τους. Το εντρεκότ,

αντιθέτως, ήταν καλοψημένο, ενώ οι ταλιατέλες που το έκαναν παρέα απλώς δεν

τρώγονταν. Η πάπια τρωγόταν και η σάλτσα της από μέλι και θυμάρι ήταν σεμνή σε

σχέση με πολλά άλλα στον κατάλογο, ενώ η πατάτες dauphine δίπλα της ήταν

κρύες.

Τα γλυκά δεν υποφέρουν από wannabe χίπικες φιλοδοξίες και έτσι είναι νορμάλ.

Το σουφλέ-κέικ με κρεμ αγγλέζ με γεύση πορτοκαλιού και το παρφέ Armagnac που

μύριζε ουίσκι ήταν Ο.Κ. Η λίστα κρασιού είχε ενδιαφέρον και η μουσική ήταν

πολύ καλή.

Όλο αυτό, όμως, το ντιζάιν και τη φρεσκάδα του χώρου και τέλος πάντων ό,τι

φαγητό σερβίρουν εκεί, οι νεολαίοι θαμώνες καλούνται να τα πληρώσουν

ακριβούτσικα.

«De Luxe» Φαλήρου 15 Μακρυγιάννη. Τηλ. 9243.184.