Ρωτήθηκε πριν τελειώσει η μεγάλη της σχολική δοκιμασία, τι θα ήθελε να κάνει

στην περίπτωση που ευοδωθούν οι στόχοι της. Απλοί, όπως να τελειώσει το

σχολείο και να μπει στο πανεπιστήμιο. Δεν ζήτησε να κάνει ταξίδι. Να γυρίσει

τα νησιά με την παρέα της. Να διοργανώσει πάρτι. Να ξενυχτήσει στις ντίσκο. Να

ψωνίσει ρούχα. Να πάρει αυτοκίνητο. Πολύ περισσότερο δεν σκέφτηκε πως θέλει να

διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία που στερήθηκε στα τρία τουλάχιστον χρόνια του

Λυκείου. Να δει τις κινηματογραφικές ταινίες που έχασε. Ή τις παραστάσεις. Να

πάει στις αγαπημένες της συναυλίες. Ή, ακόμη και να χαζέψει στις καφετέριες.

Ζήτησε κάτι απλό, κοινό και αγαπητό παιχνίδι στα παιδιά του Δημοτικού. Να

παίξει σχοινάκι. Να ξαναγυρίσει εκεί, πίσω στον ακάλυπτο χώρο της

πολυκατοικίας. Να συνεχίσει ανέμελα το παιχνίδι, που άφησε έτσι ξαφνικά και

βίαια στα έντεκα χρόνια της για να κλεισθεί στους τέσσερις τοίχους μιας τάξης

και στη συνέχεια ενός δωματίου, σκυμμένη για έξι χρόνια πάνω από ένα βιβλίο.

Το σχοινάκι αν και ξεχασμένο στην αυλή μετατράπηκε σε μαστίγιο. Απειλή για το

μέλλον της στα χέρια κάποιων «ειδικών». Ήρθε η στιγμή να πραγματοποιήσει το

όνειρο. Μόνο που σήμερα δεν θέλει η ίδια να πηδάει στη μέση. Θέλει να κρατάει

μαζί με τις φίλες της τις άκρες του σχοινιού για να πηδάνε άλλοι. Με τις

γραβάτες τους και τα κοστούμια τους. Να ιδρώνουν και να ξεϊδρώνουν και να

μπερδεύονται στο σχοινί. Έως ότου εξοντωμένοι πέσουν κάτω. Έτσι θα πάρουν την

εκδίκησή τους…