Το σίγουρο είναι ότι δεν μοιάζουν με τα συνηθισμένα κατοικίδια. Όταν ο

ιδιοκτήτης τους μπαίνει στο σπίτι δεν κάνουν «χαρές» κουνώντας την ουρά ή

γουργουρίζοντας. Είναι μάλλον «αθόρυβα» και τους αρέσει περισσότερο να…

κουλουριάζονται γύρω από τα χέρια και τον λαιμό ­ με αγαθές πάντως προθέσεις ­

ή να κάθονται «αυτοκρατορικά» στον ώμο του κυρίου τους. Έχουν πιο εντυπωσιακά

χρώματα από ένα σκυλί ή μια γάτα, όμως στη θέα τους κάποιοι από τους

επισκέπτες του σπιτιού πιθανόν να ανατριχιάσουν.

Τα εξωτικά κατοικίδια είναι μια συνήθεια που τείνει να πάρει διαστάσεις μόδας

τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Όλο και περισσότεροι Έλληνες προτιμούν να

έχουν στο σπίτι τους ένα ή περισσότερα φίδια, ένα ιγκουάνα ή κάποιο άλλο

ερπετό, αντί για τα «κλασικά» σκυλιά ή τις γάτες. Κάποιοι άλλοι μάλιστα

«εμβαθύνουν» ακόμα περισσότερο στα μυστικά της άγριας φύσης και τοποθετούν σε

περίοπτη θέση γυάλες με μαύρους σκορπιούς και αράχνες (κατά προτίμηση το είδος

ταραντούλα).

Τα περισσότερα καταστήματα πώλησης κατοικιδίων ζώων, τόσο στην Αθήνα όσο και

στην περιφέρεια, διαθέτουν σήμερα μερικά είδη φιδιών, σκορπιούς και άλλα

εξωτικά ζώα καθώς και όλα τα προϊόντα που αναφέρονται σε αυτά, από την τροφή

και τις ειδικές γυάλες και τα εξαρτήματα που θα αποτελέσουν το σπίτι τους

μέχρι και διάφορα αξεσουάρ που χρησιμοποιούνται για τον καλλωπισμό τους.

Τα προτιμούν οι νέοι

Εξωτικά πουλιά. Όπως και τα ψάρια, τείνουν να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι σε

πολλά διαμερίσματα της πρωτεύουσας

Και φαίνεται ότι η ζήτηση τέτοιων ειδών συνεχώς αυξάνεται. Ιδιαίτερα οι νεαρές

ηλικίες είναι αυτές που φαίνεται να δείχνουν περισσότερο ενθουσιασμό με τα

παράξενα αυτά κατοικίδια. «Τα ιγκουάνα είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη

ζήτηση, ενώ όλο και περισσότερος κόσμος τώρα τελευταία δείχνει προτίμηση στα

φίδια», λέει ο κ. Κώστας Κωνσταντάς, ιδιοκτήτης καταστήματος πώλησης

κατοικίδιων στο κέντρο της Αθήνας. Ο ίδιος εξηγεί ότι «πρόκειται για ακίνδυνα

ζώα, τα οποία εξοικειώνονται πολύ γρήγορα με τον άνθρωπο. Τα μικρά παιδιά

είναι αυτά που ενθουσιάζονται περισσότερο με τα ιγκουάνα, ενώ τα φίδια τα

προτιμούν πιο πολύ νέοι από 17 ετών και πάνω».

Τα φίδια και τα ιγκουάνα, εξάλλου, προσφέρονται και για «παιχνίδι» με τον

κάτοχό τους, ενώ οι σκορπιοί και οι αράχνες αποτελούν περισσότερο ζώα

βιτρίνας. Τα ιγκουάνα μάλιστα μπορούν να γίνουν χαριτωμένα αν τα «στολίσει»

κανείς με αξεσουάρ, όπως είναι μικρά καπελάκια, γάντια, γιλέκο ή γυαλιά ηλίου,

τα οποία κυκλοφορούν ευρέως στην αγορά! «Τα παιδιά μπορούν άφοβα να παίξουν με

τα ζώα αυτά. Το ιγκουάνα μπορεί να καθήσει στα χέρια ή στον ώμο. Συντονίζεται

με τον μαγνητισμό του σώματος και μπορεί να μείνει εκεί για αρκετή ώρα, μπορεί

ακόμα και να πάει βόλτα με τον κάτοχό του. Αλλά και τα φίδια πολύ εύκολα

συνηθίζουν το ανθρώπινο άγγιγμα και το μόνο που κάνουν είναι να κινούνται αργά

την ώρα που κάποιος τα κρατάει στα χέρια. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που

έχουν τις δικές τους ιδιωτικές συλλογές και στην ουσία αυτό αποτελεί και το

χόμπι τους».

Τα πιο δημοφιλή είδη φιδιών είναι το κινγκ σνέικ, το μιλκ σνέικ, αλλά και οι

πύθωνες. «Είναι φίδια με εντυπωσιακά χρώματα και αρκετά προσιτά στην τιμή»,

λέει ο κ. Κωνσταντάς.

Το ποσόν που θα πληρώσει κανείς για να αποκτήσει ένα έρπον κατοικίδιο

κυμαίνεται ανάλογα με το είδος, αλλά κυρίως ανάλογα με το μέγεθος. Ένα μικρό

φίδι μπορεί να κοστίσει 15.000 δραχμές. Όσο όμως το φίδι μεγαλώνει σε μήκος

τόσο ανεβαίνει και η τιμή του που μπορεί να φθάσει και τις 300.000 δραχμές.

Μαύρος σκορπιός. Είναι ένα από τα δημοφιλή εξωτικά κατοικίδια.

Σε συνάρτηση με το μέγεθος διαφοροποιούνται όμως και οι τιμές για τα ιγκουάνα.

Εδώ το ποσόν ξεκινάει από τις 8.000 δραχμές. Αλλά και για έναν σκορπιό ή μία

αράχνη η τιμή αγοράς δεν ξεπερνάει τις 15.000 δραχμές. Πάντως, όπως λέει ο κ.

Κωνσταντάς, οι τιμές αυτές δεν είναι πολύ διαφορετικές από τις τιμές που έχουν

τα κλασικά κατοικίδια, σκυλιά και γάτες.

«Οι τιμές είναι περίπου ίδιες, αν σκεφθεί κανείς ότι για ένα σκυλί ράτσας

απαιτούνται τόσα χρήματα όσα και για ένα μεγάλο φίδι. Για παράδειγμα ένα

μπουλντόγκ ή ένα σαρπέι ­ που είναι οι ακριβότερες ράτσες σκύλων ­ οι τιμές

ξεκινούν από 250.000 και αυξάνονται ανάλογα με το αν οι γονείς του σκύλου

είναι πρωταθλητές ή αν το σκυλί είναι εισαγόμενο. Την ίδια στιγμή, η τιμή για

μια γάτα μπορεί να φθάσει και τις 80.000 δραχμές», αναφέρει ο κ. Κωνσταντάς.

Βέβαια, όπως κάθε άλλο κατοικίδιο, τα φίδια, τα ιγκουάνα και όλα τα άλλα

εξωτικά ζώα ή ερπετά χρειάζονται τον δικό τους χώρο μέσα στο σπίτι. Πρόκειται

για ειδικά τεράριουμ που αποτελούν το σπίτι τους και θα πρέπει να είναι

κατάλληλα διαμορφωμένα ώστε να μοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με το

φυσικό τροπικό περιβάλλον.

Έτσι, απαραίτητο ένα τριμμένο ξύλο Αφρικής το οποίο συγκρατεί υγρασία αλλά και

ένα τμήμα από κορμό δένδρου αποστειρωμένο. Το πιάτο για το νερό είναι επίσης

πολύ σημαντικό. «Για να αναπτύξουν τα ερπετά τα φυσικά τους χρώματα,

επενδύουμε το τεράριουμ με ένα ειδικό χόρτο.

Παράλληλα, υπάρχουν ειδικές λάμπες που δίνουν τον σωστό φωτισμό για τη μέρα

και τη νύχτα, ενώ κυκλοφορούν και κάποια αποσμητικά για την απολύμανση του

χώρου». Τα έξοδα για το σπίτι ενός εξωτικού κατοικιδίου κυμαίνονται από 12.000

έως 300.000 δραχμές, ανάλογα με το μέγεθος του ζώου.

Μια άλλη κατηγορία εξωτικών ζώων ­ σε πολλούς είναι μάλλον πιο «προσφιλή» από

τα φίδια ή τους σκορπιούς και τα ιγκουάνα ­ που τα τελευταία χρόνια έρχονται

στις πόλεις και γίνονται μόνιμοι κάτοικοι στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών

είναι τα τροπικά πουλιά και ψάρια.

Τα ενυδρεία γεμάτα με τροπικά ψάρια σε εντυπωσιακούς χρωματισμούς, αλλά και με

διάφορα είδη θαλασσινών αποτελούν πλέον έναν συνηθισμένο… ζωντανό διάκοσμο

για πολλά σπίτια.

Δημοφιλή και τα ενυδρεία

Στην αγορά κυκλοφορούν περισσότερα από 500 διαφορετικά είδη ψαριών σε διάφορα

μεγέθη που μπορούν να φιλοξενηθούν σε ενυδρείο.

Αλλά για να αποκτήσει κανείς μια τέτοια «μικρογραφία» του θαλάσσιου κόσμου θα

πρέπει να γνωρίζει ότι οι τιμές ξεκινούν από 15.000 δραχμές για ένα ενυδρείο

με διαστάσεις μισού μέτρου και διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος, αλλά

και με την ποιότητα του κρυστάλλου που θα χρησιμοποιηθεί.

Για τα εξωτικά πουλιά οι τιμές ξεκινούν από τις 1.500 δραχμές, ποσόν στο οποίο

προστίθενται και για έξοδα για το κλουβί, τις τροφές κ.λπ., ενώ ένας παπαγάλος

που μιλάει κοστίζει από 50.000 μέχρι 200.000 δραχμές.

Είναι ζώα που έχουν εισαχθεί νόμιμα

Πύθωνας. Το μέγεθός του μπορεί να προκαλεί φόβο, όμως δεν είναι δηλητηριώδης

και αποτελεί την πρώτη προτίμηση για τους φίλους των εξωτικών κατοικιδίων

«Όλα τα ζώα που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν εισαχθεί νόμιμα και έχουν τη

σχετική έγκριση από το υπουργείο Γεωργίας», λέει ο κ. Κώστας Κωνσταντάς.

Τρεις διαφορετικές κατηγορίες ορίζει η διεθνής σύμβαση CITES για τη διακίνηση

ζώων και πουλιών. Όπως εξηγεί ο κ. Στέφανος Βογιατζής, από τη γραμματεία CITES

του υπουργείου Γεωργίας, «η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει ζώα των οποίων η

διακίνηση και πώληση απαγορεύεται. Επιτρέπεται μόνο ύστερα από ειδικό έλεγχο

και όταν πρόκειται για επιστημονικούς σκοπούς. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται

σε ζώα και πουλιά των οποίων η διακίνηση συνοδεύεται απαραίτητα από ειδικό

πιστοποιητικό εγκεκριμένο από τα Ηνωμένα Έθνη. Τέλος, η τρίτη κατηγορία αφορά

ζώα τα οποία είναι απειλούμενα είδη σε μια χώρα, αλλά στις υπόλοιπες μπορούν

να διακινούνται ελεύθερα». Σύμφωνα με τον κ. Βογιατζή, τα είδη που πωλούνται

σήμερα στη χώρα μας έχουν τα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα που πιστοποιούν

ότι τα ζώα αυτά μπορούν να διακινηθούν. «Η χώρα μας έχει προχωρήσει αρκετά στο

θέμα αυτό, όλες οι δασικές και τελωνειακές υπηρεσίες, σε συνεργασία με την

Αστυνομία, διενεργούν τακτικούς ελέγχους». Ωστόσο, προσθέτει ότι «δεν μπορούμε

να αποκλείσουμε τυχόν παράνομη εισαγωγή κάποιων ειδών. Πάντως, τα κρούσματα

που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα δεν είναι πολλά». «Απλή εκκεντρικότητα»

χαρακτηρίζει τη νέα τάση στα κατοικίδια ο κ. Άγγελος Αγγελέτος, πρόεδρος της

Ζωοφιλικής Ένωσης Ελλάδος. «Η νέα αυτή μόδα στην ουσία απογυμνώνει την πανίδα

κάποιων χωρών. Και εκτός από το γεγονός ότι τέτοια είδη είναι καταδικασμένα

όταν μεγαλώσουν, στη χώρα μας δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι κτηνίατροι για τη

φροντίδα τους», τονίζει ο κ. Αγγελέτος.

Όταν αγαπάς τα ζώα τότε μπορείς να έχεις και ένα φίδι

Λυδία Γιαννακοπούλου. Όχι μόνο έχει εξοικιωθεί με αυτόν τον λευκό πύθωνα,

αλλά της αρέσει και να παίζει μαζίτου

Απέκτησε το πρώτο του φίδι πριν από 20 χρόνια στην Αμερική. Ήταν ένα κορν

σνέικ (φίδι του καλαμποκιού). Και από τότε μελετά τα ερπετά με αμείωτο

ενδιαφέρον. Ο κ. Κωστής Γιαννακόπουλος είναι ο μοναδικός Έλληνας μέλος της

Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Ερπετόφιλων (European Snake Society) και ο πρώτος στη

χώρα μας που επιδόθηκε στην αναπαραγωγή φιδιών σε αιχμαλωσία. «Ξεκίνησα να

ασχολούμαι με τα φίδια από καθαρά μελετητικό ενδιαφέρον. Κάνω ταξίδια στην

Ελλάδα και το εξωτερικό και παρατηρώ τη συμπεριφορά τους ανά πληθυσμούς ή

μεμονωμένα. Ταυτόχρονα παρακολουθώ διάφορα συνέδρια ερπετολόγων. Για μένα δεν

είναι απλά ένα χόμπι, αλλά δουλειά μιας ζωής», λέει ο κ. Γιαννακόπουλος, ο

οποίος μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει ολοκληρώσει και τη συγγραφή βιβλίου

για τα φίδια της Ελλάδας. Στο σπίτι του, σε ειδικό χώρο, έχει δύο-τρία φίδια

με τα οποία παίζουν και τα τρία μικρά παιδιά του. «Αν υπήρχε έστω και ο

παραμικρός κίνδυνος δεν θα άφηνα τα παιδιά μου να παίζουν με αυτά. Ξέρω όμως

ότι είναι εντελώς ακίνδυνα», λέει. Και συνεχίζει πως «εδώ ακριβώς εντοπίζεται

και η προκατάληψη που υπάρχει απέναντι στα ζώα αυτά. Η γνώση είναι ελλιπής έως

ανύπαρκτη και έτσι οι περισσότεροι έχουν συνδέσει τα φίδια με τον φόβο και το

δηλητήριο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αρκεί να ξέρει κανείς ότι από τα 3.500 είδη

που υπάρχουν στη γη μόνο τα 200 είναι δηλητηριώδη. Για παράδειγμα ο αστρίτης

που συναντούμε στην ελληνική ύπαιθρο είναι ένα άγλυφο, χωρίς καθόλου

δηλητήριο, φίδι το οποίο όμως οι πολλοί φοβούνται και σκοτώνουν». Η…

συγκατοίκηση του κ. Γιαννακόπουλου με τα φίδια συνοδεύεται από «πολύ διάβασμα

και συνεχή ενημέρωση για τα ζώα αυτά. Ένα φίδι που γεννιέται μέσα σε κλουβί

και εξοικειώνεται από την αρχή με τον άνθρωπο δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς

άκακο και δεν αποπνέει κανένα φόβο. Σίγουρα δεν έχουν τη νοημοσύνη του σκύλου

ή της γάτας, έχουν όμως τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Αναπτύσσουν ένστικτα

αυτοσυντήρησης και γρήγορα μαθαίνουν τον κάτοχό τους. Το σίγουρο είναι ότι

μόνο κάποιος που αγαπάει πραγματικά τα ζώα μπορεί να έχει ένα φίδι στο σπίτι

του».