Από την εποχή του Ροΐδη είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ένας νόμος χρειάζεται: εκείνος που θα επιτάσσει να εφαρμοστούν οι άλλοι. Κι ενώ η μη εφαρμογή των εκάστοτε συμφωνηθέντων αποτελεί ένα οιονεί εθνικό σπορ κι εμείς οι Ελληνες κατατασσόμαστε στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αυτό το «πάγιο» χαρακτηριστικό μας αποκτά, σήμερα, ιδιαιτέρως σοβαρές πρακτικές και πολιτικές προεκτάσεις.

Μέχρι πρότινος, η διελκυστίνδα που απέφερε σημαντικά πολιτικά οφέλη για τους «αντιμνημονιακούς» εστιαζόταν στην ψήφιση κι όχι στην εφαρμογή των Μνημονίων. Μετά, όμως, την εμφάνιση του υπερμνημονιακού Τσίπρα στην αρένα των λοιπών μνημονιακών, η διαιρετική τομή μεταξύ των ομοτράπεζων διαγράφεται μεταξύ εκείνων που εφαρμόζουν όσα ψηφίζουν κι εκείνων που δεν τα εφαρμόζουν.

Τα προαπαιτούμενα στα οποία θα αφιερωθεί η τρίτη αξιολόγηση του Μνημονίου των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποτελούν συμπληρωματικές δράσεις μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί και, υπό μια έννοια, δεν απαιτούν για την εφαρμογή τους τις δύσκολες αποφάσεις των προηγουμένων. Μόνο που αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου.

Εάν εγκύψει κανείς στα προαπαιτούμενα, θα εκπλαγεί από τον βαθμό δυσκολίας που έχουν ορισμένα εξ αυτών. Για μια χώρα με εγγενές πρόβλημα εφαρμογής και τήρησης όσων υπόσχεται και δέχεται, ακόμη και «απλά εφαρμοστικά μέτρα» μετατρέπονται σε περίπλοκα και δυσεπίλυτα ζητήματα. Για παράδειγμα, όταν το προαπαιτούμενο ορίζει ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση του συστήματος δικαστικών προσφυγών στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ψηφιστούν μερικές ακόμη ρυθμίσεις από την οκνηρή κυβερνητική πλειοψηφία, οι οποίες θα μείνουν στο ράφι. Σημαίνει ότι απαιτείται πολλή δουλειά πεδίου που δεν περιλαμβάνει μόνο το τεχνικό μέρος της λύσης αλλά και την εξοικείωση και την ουσιαστική αποδοχή των αλλαγών από τους εργαζομένους και τους πολίτες. Το ίδιο ισχύει και για τη «δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος για την απελευθέρωση του επαγγέλματος των μηχανικών δημοσίων έργων», όπως και για τα μέτρα για «την κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην άσκηση επαγγελμάτων». Αν ήταν τόσο απλό να είχαν εκδοθεί τα διατάγματα ή οι αποφάσεις, γιατί άραγε δεν έχει γίνει;

Ποιο είναι εντέλει το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται από τη μη εφαρμογή ανειλημμένων δεσμεύσεων;

Αυτή η βήμα προς βήμα παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέσω κυλιόμενων και λεπτομερών αξιολογήσεων προοιωνίζεται μια πολύ μακρά και περίπλοκη επιτροπεία που φοβούμαι ότι θα συνεχίζεται, για χρόνια, μετά την «καθαρή έξοδο» που επαγγέλλεται η κυβέρνηση.

Η διοικητική ανικανότητα και αβελτηρία της κυβέρνησης βαρύνουν απολύτως κι εις ολόκληρον τον συντονιστή της, τον κ. Τσίπρα. Μετά το περιττό τρίτο Μνημόνιο, το οποίο κατέστη αναπόφευκτο λόγω των τραγικών χειρισμών του κυβερνητικού συνασπισμού κατά το πρώτο επτάμηνο του 2015, η ΠΦΑ κυβέρνηση μας αφήνει μία ακόμη παρακαταθήκη: μετατρέπει, και τυπικά, τη χώρα σ’ ένα προτεκτοράτο κακού τύπου, όπου οι δανειστές αναλαμβάνουν πλέον και την πολιτική και τη διοικητική, πέραν της δημοσιονομικής και της οικονομικής, διαχείριση.

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι