Η εποχή που η ανανεωτική Αριστερά διεκδίκησε τον πλουραλισμό είναι παρελθόν. Το σημερινό κομμάτι της Αριστεράς, που κατοικοεδρεύει στα παλαιά γραφεία του ΚΚΕ εσωτερικού, η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, ένα κράμα κουκκουεδογενών, αριστεριστών, πασοκογενών, κινηματικών, μαοϊκών και ολίγων πρώην ανανεωτών, αποστρεφόταν εξαρχής όχι μόνο τον πλουραλισμό αλλά και την ελευθερία του λόγου. Τη διαφωνία στον δημόσιο διάλογο τη βάφτισε διαπλοκή –και σιγά σιγά κατασκεύασε ένα σχήμα που βόλευε όσους εθελοτυφλούσαν: όσοι δεν ήταν με την Αριστερά (και τους συμμάχους της, όχι πάντα τους ίδιους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία) ήταν απέναντί της.

Το σχήμα αυτό έθεσε στο στόχαστρο, πρωτίστως, λειτουργούς της πληροφόρησης –και ανάμεσά τους, κυρίως, τους έναρθρους, αυτούς που έχουν τα εφόδια, τις γνώσεις, τις πληροφορίες, τις υποδομές ή/και την εργατικότητα (κάποια απ’ αυτά τα προσόντα, τέλος πάντων) να ασκούν κριτική στις αφέλειες που, συχνά, ποζάρουν ως αριστερή άποψη. Αφέλειες που οδήγησαν σε διαρκή κοροϊδία των πολιτών, σε διεύρυνση της φτώχειας και σε κοινωνικό μίσος.

Αυτό το μίσος η κυβέρνηση το υποδαύλισε με διάφορους τρόπους. Στον Τύπο, ανέχθηκε τις αφίσες με τις φωτογραφίες καταζητούμενων δημοσιογράφων, ενώ η πολιτική ένταση περιελάμβανε απαραιτήτως τους έναρθρους σχολιαστές ή αρθρογράφους που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση. Το Mega και τα έντυπα του ΔΟΛ παρουσιάζονταν σαν διάβολοι με κέρατα, εχθροί του λαού, που εμπόδιζαν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να μεγαλουργήσουν. Οπως συνέβη συστηματικά με πολλά ΜΜΕ, όταν η κυβέρνηση με διάφορες μεθοδεύσεις δεν μπορούσε να ελέγξει κάποια ΜΜΕ (και ασφαλώς μερικούς δημοσιογράφους τους) τα έβαζε στη μαύρη λίστα των διαπλεκομένων.

Στη λίστα αυτή έχουν βρεθεί πολύ καιρό «ΤΑ ΝΕΑ». Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ καταφέρνει, όπως φαίνεται, να κερδίσει τον συμβολισμό: και με τη δική της κύρια ευθύνη, συμβολική και πραγματική, οι εφημερίδες του ΔΟΛ σιωπούν. Νίκη; Πύρρειος. Στην Ελλάδα δεν ευδοκιμούν καθεστώτα τύπου Τσάβες ή Ερντογάν. Σας το εγγυώνται, μεταξύ άλλων, οι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι. Σύντροφοι, τα λέμε.