Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είναι παλιός. Αλλά προχθές στον Πανελλήνιο σαν να είχε τρακ. Σαν να τον είχε αιφνιδιάσει το πλήθος του ακροατηρίου του. Σαν να τον έχει αιφνιδιάσει η εποχή που ήρθε και τον συνάντησε εκεί όπου ο ίδιος στεκόταν επί σαράντα χρόνια, χωρίς ποτέ του να μπορεί να ελπίσει ότι θα συναντηθεί με την εποχή του.

Τίποτε απ’ όσα είπε ο επικεφαλής της Πλατφόρμας σε αυτό το τεστ κυήσεως για το κόμμα του Οχι δεν ήταν πρωτότυπο. Αντιθέτως. Ηταν σαν να διάβαζε ένα από τα πανομοιότυπα μανιφέστα που η συνιστώσα των κομμουνιστογενών του ΣΥΡΙΖΑ δεν κουραζόταν να καταθέτει στις τόσες και τόσες Κεντρικές Επιτροπές, για να ζητήσει κοινωνικοποίηση τραπεζών, εθνικό νόμισμα, σοσιαλισμό. Κι όμως. Ολα αυτά που έμοιαζαν να φθάνουν στα αφτιά της κοινωνίας παιγμένα από το λιωμένο τζουκμπόξ του περιθωρίου έχουν ξαφνικά γίνει σλόγκαν. Συνθήματα που γεμίζουν γήπεδα.

Δεν έγινε ο Λαφαζάνης της μόδας. Εγινε η μόδα λαφαζανική. Βοήθησε σε αυτό μια πενταετία αγανακτισμένου αντιμνημονιακού λόγου, κατά την οποία ο πατροπαράδοτος αντικαπιταλισμός ζυμώθηκε με τον νέο εθνικιστικό απομονωτισμό, ως απάντηση στην «αποικιοκρατία» των δανειστών. Βοήθησε πρωτίστως η νομιμοποίηση αυτού του λόγου από τη νέα εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ που όχι μόνο αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει στα πρώτα της βήματα, αλλά τον καταξίωσε και εκλογικά με το δημοψήφισμα. Με μια δημοψηφισματική καμπάνια που άλεσε σε ένα μετωπικό μείγμα όλες τις εκφάνσεις της αντιμνημονιακής οργής.

Εμφανιζόμενος ως ο νόμιμος κληρονόμος του Οχι, ο Λαφαζάνης είχε προχθές απέναντί του όχι την κοινωνία, αλλά την οργανωμένη βάση των συνιστωσών της δραχμής. Ολα εκείνα τα σχήματα εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ που ποτέ δεν έκρυψαν την ατζέντα τους, ποτέ δεν διεκδίκησαν εκλογική μοίρα μέσω της προγραμματικής ασάφειας.

Σε αυτό το κοινό των οργανωμένων μπορούσε, ωστόσο, κανείς να διακρίνει τα ίχνη της δημοψηφισματικής διαίρεσης. Στη σύνθεσή του μπορούσε να διακρίνει ότι η μοιρασιά 62-38 δεν αντανακλά διαφορά πολιτικών προτιμήσεων. Αντανακλά το τέλος των μεγάλων κομμάτων, στα οποία μπορούσε κάποτε να χωρέσει όλη η ταξική γκάμα. Πλέον η διαχωριστική γραμμή που ορίζει τις κομματικές ταυτίσεις είναι αρχαϊκή: αυτή που χωρίζει όσους δεν έχουν να χάσουν τίποτε από εκείνους που έχουν ακόμη κάτι να περισώσουν.

Μπορεί ο Λαφαζάνης να μην είναι ο ηγέτης που χρειάζεται η δραχμή για να εγείρει πλειοψηφικές αξιώσεις. Μπορεί να μην έχει τσιπρικά χαρίσματα. Μπορεί ακόμη το οργανωτικό του κέλυφος –Πλατφόρμα, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λοιποί συγγενείς –να είναι πολύ παλαιολιθικό για να απευθυνθεί στους μη στρατευμένους.

Η δραχμή ίσως δεν έχει ακόμη βρει το κόμμα της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει βρει τους ψηφοφόρους της.