Ο αντίπαλός του στη μάχη για τον Δήμο του Λονδίνου, ο συντηρητικός Ζακ Γκόλντσμιθ, είχε προσπαθήσει να περιορίσει όλη του την προσωπικότητα στα θρησκευτικά του πιστεύω –και μάλιστα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, υποστηρίζοντας πως διατηρούσε σχέσεις με ακραίους ιεροκήρυκες και παρείχε «οξυγόνο» στους εξτρεμιστές. Ενδεχομένως να είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους ο νέος δήμαρχος του Λονδίνου, ο Εργατικός Σαντίκ Καν, θέλει να εκμεταλλευτεί το Ραμαζάνι που άρχισε επισήμως χθες, προκειμένου να αποδομήσει τις προκαταλήψεις γύρω από τους μουσουλμάνους και να «οικοδομήσει γέφυρες» ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες μιας τόσο πολυπολιτισμικής πόλης όπως το Λονδίνο –μεταξύ άλλων, διοργανώνοντας ιφτάρ, το δείπνο με το οποίο σπάει η ολοήμερη νηστεία του Ραμαζανιού μετά τη δύση του ηλίου, «σε συναγωγές, εκκλησίες και τεμένη» ανά την πόλη.

«Είναι άραγε τόσο τολμηρό να είσαι ο πρώτος μουσουλμάνος δήμαρχος και να μη φοβάσαι να είσαι μουσουλμάνος;», αναρωτιέται ο Καν σε ένα άρθρο του τόσο προσωπικό όσο και πολιτικό που δημοσιεύτηκε στην «Γκάρντιαν». «Δεν αποκαλώ τον εαυτό μου μουσουλμάνο πολιτικό· δεν είμαι εκπρόσωπος ή ηγέτης της μουσουλμανικής κοινότητας και είναι σημαντικό αυτό να αποσαφηνίζεται, ειδάλλως σε προσδιορίζει μόνο η πίστη σου» επισήμανε. «Εχουμε όλοι πολλαπλές ταυτότητες –είμαι Λονδρέζος, γιος και πατέρας –και το δημαρχείο δεν είναι άμβωνας. Καθώς όμως αρχίζει το Ραμαζάνι, είναι μια μεγάλη ευκαιρία να διαλύσουμε αυτό το πέπλο μυστηρίου και την καχυποψία που περιβάλλει τη θρησκεία. Αν δεν έχετε μουσουλμάνους φίλους και η μόνη εμπειρία σας από το Ισλάμ είναι όσα βλέπετε στις ειδήσεις, ο οργισμένος τύπος με τα γένια που κάνει ή λέει κάτι φριχτό, τότε ενδεχομένως να τα συνδέετε άθελά σας με το Ισλάμ και να νομίζετε ότι αυτό είναι το ζητούμενο». Ο Σαντίκ Καν είναι ξεκάθαρος: θέλει να δείξει πως μπορεί κάποιος να έχει δυτικές, φιλελεύθερες αξίες και παράλληλα να είναι μουσουλμάνος. Η εκλογή του άλλωστε στο δημαρχικό πόστο, στις 5 Μαΐου, αποδεικνύει πως το Λονδίνο τον πιστεύει. Παρ’ όλα αυτά, ο Καν θεωρεί πως οι κοινότητες της βρετανικής πρωτεύουσας δεν αλληλεπιδρούν όσο θα έπρεπε.

Ο καλύτερος τρόπος να καταλάβει κάποιος τη θρησκεία του άλλου είναι να μοιραστεί μαζί του εμπειρίες: για αυτό ο Καν καλεί τους μουσουλμάνους να μοιραστούν ένα ιφτάρ με μη μουσουλμάνους και τους μη μουσουλμάνους να δαπανήσουν ένα λεπτό ώστε να ρωτήσουν τον μουσουλμάνο φίλο ή συνάδελφο που νηστεύει πώς τα πάει. Η φετινή νηστεία του Ραμαζανιού, επισημαίνει, θα είναι ιδιαίτερα σκληρή: λόγω του σεληνιακού ημερολογίου, το Ραμαζάνι ξεκινάει κάθε χρόνο 12 ημέρες νωρίτερα και τώρα βρισκόμαστε στο πικ των μακρών καλοκαιρινών ημερών. Πολλές από αυτές τις νηστείες θα έχουν διάρκεια 19 ωρών. «Είναι τρομακτικό» αναγνωρίζει.

Με το δημοψήφισμα για το Brexit προ των πυλών, το καθημερινό πρόγραμμά του είναι γεμάτο –ο Καν δίνει μάχη για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως μεταξύ των Εργατικών, είναι αυτός που μιλάει πιο παθιασμένα για το θέμα και ομολογεί ότι είναι πιθανό να αναγκαστεί να σπάσει την ολοήμερη νηστεία πίνοντας επί σκηνής, σε κάποια εκδήλωση, ένα ποτήρι νερό. Αυτό που δεν πρέπει κανείς να κάνει, επισημαίνει, είναι να προσπαθεί να αλλάξει εντελώς τον τρόπο ζωής του, διότι αυτό τρόπον τινά ακυρώνει το όλο νόημα και τη θυσία.

Το Ραμαζάνι, θυμίζει ο Καν, (πρέπει να) είναι ένας μήνας θυσίας, στοχασμού και ταπεινότητας. Και τα δημόσια πρόσωπα μουσουλμανικού δόγματος όπως αυτός έχουν έναν ρόλο να παίξουν: «Να καθησυχάσουμε τον κόσμο δείχνοντας πως είμαστε οκέι. Οχι γιατί είμαστε πιο υπεύθυνοι αλλά γιατί είμαστε πιο αποτελεσματικοί. Δεν χρειάζεται να βγάζουμε ντελάλη, το ζητούμενο είναι οι κοινές εμπειρίες».

Για όλα φταίει ο καφές!

«Οποιος με γνωρίζει, ξέρει ότι είμαι κατηφής το Ραμαζάνι. Κάποιοι θα πουν πως είμαι μονίμως κατηφής, αλλά όντως επηρεάζει τη διάθεσή μου. Αυτό που μου λείπει συνήθως περισσότερο είναι η καφεΐνη· παρίσταμαι σε αμέτρητες βαρετές συναντήσεις (όχι φέτος, φυσικά, γιατί τώρα έχω την καλύτερη δουλειά στον κόσμο!) και χρειάζομαι την καφεΐνη. Αυτή τη φορά, λοιπόν, προσπάθησα να μειώσω προκαταβολικά τον καφέ».

Σαντίκ Καν