Μια συσκευή ραντάρ που μπορεί να ανιχνεύει τους χτύπους της καρδιάς ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται παγιδευμένοι σε ερείπια κτιρίων δημιούργησαν μηχανικοί της NASA.

Η τεχνολογία που χρησιμοποιεί η συσκευή αξιοποιείται ήδη εδώ και καιρό για την ανίχνευση μακρινών πλανητών με τηλεσκόπια. Οι μηχανικοί υποστηρίζουν ότι η συσκευή που λέγεται Finder (εντοπιστής) δίνει τη δυνατότητα στις ομάδες διάσωσης να εντοπίζουν ανθρώπους σε συντρίμμια, ακόμη και όταν αυτοί δεν είναι σε θέση να καλέσουν βοήθεια.

Το να μπορείς να εντοπίζεις ανθρώπους οι οποίοι έχουν παγιδευτεί κάτω από ένα κτίριο που έχει καταρρεύσει είναι μέγιστη πρόκληση για τις ομάδες διάσωσης, λέει ο Τζιμ Λουξ, ένας από τους επιστήμονες που ανέπτυξαν τη συσκευή στο εργαστήριο Jet Propulsion Laboratory της NASA.

Προσθέτει δε ότι συνήθως τα θύματα που είναι παγιδευμένα δεν μπορούν να ακουστούν και η χρήση μικροφώνων για να προσδιοριστεί η προέλευση της φωνής τους εξαρτάται από τη δύναμη που τους έχει απομείνει να καλέσουν σε βοήθεια ή να κάνουν κάποιο θόρυβο.

Ωστόσο, όπως ο ίδιος λέει, η συσκευή που έχει αναπτύξει το JPL μπορεί να εντοπίζει ακόμη και λιπόθυμους ανθρώπους.

Το Finder χρησιμοποιεί ραντάρ όπως εκείνο που αξιοποιούν τα συστήματα καθοδήγησης πυραύλων και εναέριας κυκλοφορίας. Η συσκευή εκπέμπει ένα σήμα μικροκυμάτων χαμηλής ενέργειας, πολύ μικρότερης ισχύος από εκείνα που εκπέμπουν τα κινητά τηλέφωνα, προς τα ερείπια.

Κάποια από τα μικροκύματα αντανακλώνται στα μπάζα ενώ άλλα εξ αυτών καταφέρνουν να διεισδύσουν μέσα από τα χαλάσματα και να προσπέσουν στα σώματα των παγιδευμένων ανθρώπων.

Σε αντίθεση με τα χαλάσματα, το σώμα του παγιδευμένου ανθρώπου κινείται ρυθμικά. Το στήθος ανεβοκατεβαίνει ακολουθώντας τον ρυθμό της αναπνοής και τους χτύπους της καρδιάς. Ανεπαίσθητες κινήσεις κάνει και το κεφάλι, λέει ο Λουξ, καθώς τα αιμοφόρα αγγεία γεμίζουν και αδειάζουν με αίμα.

Αυτές οι κινήσεις ανιχνεύονται όταν τα σήματα του ραντάρ πέφτουν διαδοχικά πάνω στο σώμα. Και καθώς επιστρέφουν πίσω, μεταφέρουν την πληροφορία στις ομάδες διάσωσης που αναλύουν τα σήματα με ειδικά μηχανήματα.

Το ραντάρ μπορεί επίσης να ξεχωρίσει αν κάτω από τα συντρίμμια βρίσκεται κάποιο ζώο και όχι άνθρωπος. Ο επιστήμονας από το JPL λέει ότι ο ρυθμός της αναπνοής των ανθρώπων και οι χτύποι της καρδιάς του είναι διαφορετικοί από αυτούς των ζώων.

Ομως οι πληροφορίες που μεταφέρουν τα σήματα του ραντάρ που επιστρέφουν στην πηγή εκπομπής τους, μπορεί να κρύβουν «πληροφορίες» από το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου, με αποτέλεσμα εκείνοι που τις αναλύουν να νομίσουν ότι έχουν να κάνουν με ανθρώπινο οργανισμό που αναπνέει.

Στη σημείο αυτό, το σήμα του ραντάρ υφίσταται μια επεξεργασία την οποία χρησιμοποιούν οι ραδιοαστρονόμοι. Πρόκειται για μια τεχνική φιλτραρίσματος του σήματος που, στην περίπτωση των ραδιοαστρονόμων, τους επιτρέπει να απομονώνουν την πληροφορία που θέλουν από όλους τους υπόλοιπους θορύβους που μεταφέρει το σήμα.

Οπως γράφει η εφημερίδα «Los Angeles Times», πριν από μερικές ημέρες στη Βιρτζίνια οι επιστήμονες από τη NASA έδωσαν στην ομάδα διάσωσης της πόλης Λόρτον τη συσκευή για να τη δοκιμάσουν. Σε ένα κατεδαφισμένο κτίριο, εισχώρησαν από ειδικά ανοίγματα εθελοντές και ανέμεναν να δουν αν η συσκευή θα εντόπιζε τη θέση τους.

Ολοι οι εθελοντές εντοπίστηκαν με το ραντάρ και οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η συσκευή χρειάστηκε περίπου 10 λεπτά για να εντοπίσει τους εγκλωβισμένους στα συντρίμμια ενός κτιρίου με μέγεθος μονώροφης οικίας, εμβαδού 10 επί 10 μέτρα.

Σε πιο μεγάλο κτίριο, με εμβαδό 30 επί 75 μέτρα, το ραντάρ χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να εντοπίσει τους εγκλωβισμένους εθελοντές.