Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ποιητής και πολύ σημαντικός, όπως ο Αγης Μπράτσος, για να συνδυάσει τη θέα ενός τζιν, τον Πλούταρχο, τον Σαίξπηρ και τον Ρεμπό. Και αν δεν θα διανοούνταν να εκφράσει τις αντίστοιχες σκέψεις του θα ήταν από φόβο μη γίνει καταγέλαστος, ενώ ο ποιητής με την ασυλία μιας σκέψης που μόνο όταν «αυθαιρετεί» την αισθάνεται σωστή, μπορεί να μιλάει για λογαριασμό όλων.

Αλλο ένα σκηνικό, τέλη δεκαετίας 1980. Το τζιν σαν λάβαρο ηλιοκαμένης επιθυμίας γιατί, καθετί που βλέπεις, διεκδικεί την ακραία επικράτεια της ηδονής. Ολόγυρα στην παραλία γυμνές παρουσίες, ούτε κατά διάνοια ευάλωτες αφού η σκέψη πρωτοστατεί σε κάθε σκηνή, δεν επαναπαύεται στο φαίνεσθαι. Αραγε, πώς μας βλέπει η θάλασσα; Ισως ο φλοίσβος υποκρύπτει την αρχέγονη συγκατάβασή της για το γεγονός ότι, πού θα πάει, κάποτε θα μας ξεβράσει ο καιρός.

Αλλά στα είκοσι πέντε ποιος νοιάζεται γι’ αυτό. Ατενίζει το τζιν να σείεται στο αεράκι με την ίδια έπαρση που θα ατένιζε στο σώμα του την πλέον οφθαλμοφανή απόδειξη του ανδρισμού. Τι σωτήριο συστατικό του ζην αυτή η έπαρση, ιδίως τότε που άνευ όρων, θεόγυμνος, γινόσουν για λίγες ώρες ό,τι πράγματι είσαι: ένας μεγεθυσμένος κόκκος άμμου. Από τους κόκκους της ίδιας αμμουδιάς μοιάζει ενδόμυχα η ακτή σαν ανεστραμμένη κλεψύδρα. Δεν το ομολογείς ακόμη ούτε καν το υπολογίζεις, αλλά η άηχη διαίσθηση σκιάζει μια στιγμή τα βράχια που δεν φαίνονται στη φωτογραφία και δεσπόζουν αυτάρεσκα. Κατανοητό ή όχι, θα σαρωθεί η απόλαυση –δεν είναι δα και τόσο τρομερό. Κι ας μην έχεις διαβάσει Ρεμπό: «Η πραγματική ζωή είναι απούσα».

Θα μπορούσε, βέβαια, το τζιν να θεωρηθεί σαν πανό, αίφνης το υψωμένο σε ελληνική πλατεία της δεκαετίας του 1950: «Είμεθα ευγνώμονες εις το αμερικανικόν έθνος», και τριγύρω οι πάντα πρόθυμοι χειροκροτητές. Η Ιστορία θα επαναληφθεί διά στόματος πρωθυπουργού σε λίγα μόλις χρόνια. Είναι αναπόφευκτο. Ανέκαθεν ήταν «ευκολότερο να εξαπατά κανείς τους πολλούς παρά τον έναν», χρειάστηκε ο Ηρόδοτος για να ειπωθεί.

Ακόμη και όταν απαθανάτισες στη θάλασσα το ατίθασο ένδυμα και όλα έρεαν δήθεν ομαλά στον μικρόκοσμο της χώρας, τριγύρω φανατικοί λιάζονταν. Μα, ναι, υπέρμαχοι, όπως διατείνονταν, της ελευθερίας · ειδικότερα της απελευθέρωσης, των απαράγραπτων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας. Στην πλειονότητά τους, όμως, κινούμενοι ολόψυχα μέσα στο πλαίσιο ξέφρενων αγορών και επιχειρηματικότητας, μηχανισμών που δεν σκαμπάζουν γρυ πέρα από το κέρδος, αλλά έντεχνα υιοθετούν οικουμενικές λέξεις, τις καταντούν συνθήματα και τις γρυλίζουν, σαν αγοραίος Ερμής, ώστε να κυριαρχούν με τη λιγότερη δυνατή αντίσταση. Πώς το έλεγε, να δεις, και ο Ομηρος προκειμένου να χαρακτηρίσει ανεξάλειπτα κάποιον; Κερδαλεόφρων. Ετούτο είναι, λοιπόν, το μοναδικό βάρος που αγγόγυστα φέρουμε στους ώμους. Από κοντά και ο φανατισμός.

Διαβλέπω την αγωνία σου μήπως κι εσύ παιχνιδίζεις με τις λέξεις. Αν εννοείς πράγματι όσα λες. Δεν έχεις άλλη ακεραιότητα από αυτό. Στο πετσί σου νιώθεις τον Σολωμό: «Είναι ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται».

Οι τσέπες τού τζιν, μαντεύω, άδειες. Μάντης σαν την Αντιγόνη· εκείνη ισχυριζόταν πως ο άνθρωπος μαντεύει τι είναι Δίκαιο. Κι αν ήταν γεμάτες; Δεν αποκλείεται να βάδιζες τώρα αγέρωχα στην πόλη και μονολογώντας «είμαι ο άγγελός σου», με αυτοπεποίθηση, να έγερνες ένα χαρτονόμισμα στον πρώτο τυχόντα άστεγο. Δεν θα το έκανες τόσο από ευσπλαχνία ή ανωτερότητα όσο από την επίγνωση: «Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, / και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν / και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, / μα στο Καλό κ’ εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν». Ενας σύγχρονος Ερωτόκριτος; Οχι, ένας Ιάγος, χωρίς μακιγιάζ, στο θέατρο που παίζουμε καθημερινά, υποδυόμενοι τους πιο αναπάντεχους ρόλους.

Σκέφτομαι τη σιωπή. Την ψηλαφίζεις σίγουρα έτσι ξαπλωμένος απέναντι στο υγρό βάθος, με το τζιν να επικρέμαται στη σκηνογραφία. Ασκείς εδώ το πλεονέκτημα της ακοής. Γι’ αυτό νιώθω νοσταλγία. Πουθενά πάνελ, άγνωστη η επί θύραις διαδικτυακή αμετροέπεια. Πώς πέσαμε, ανεπαίσθητα, στην παγίδα; Στην απόλυτη απαξίωση του λόγου των συνομιλητών μας, στη μίζερη εμμονή να διακόπτουμε αγενώς τον άλλο στον δημόσιο διάλογο.

Με 2.000 ετών παρακαταθήκες. «Εκείνοι που διακόπτουν αμέσως τους άλλους, χωρίς να ακούν ή να ακούγονται, ασχημονούν». Από το σπήλαιο του χρόνου, όχι ο Κανένας μα ο Πλούταρχος. Μια σιωπή στην εποχή μας ματωμένη.

Με νεκρούς ιπταμένους, κρατούμενους στη γείτονα και με βροχή τα τουρκικά σίριαλ στα κανάλια, να εξοικειωθεί ο λαός μας με τι;

Τι λόγια και ήχοι σε θέλγουν, ποια ανάγκη. «Η ανάγκη έχει την παράξενη τέχνη να κάνει πολύτιμα τα τιποτένια». Α, Σαίξπηρ, μονολογώ κοιτώντας τη φωτογραφία, ας μ’ επιθυμούν τα τυχαία πρόσωπα στον δρόμο που την εικόνα τους μεταφράζω κατά το δοκούν, ας με ζητάνε με όλα τους τα κύτταρα, κι ας είμαι ενδεχομένως τιποτένιος.

Πάλι ο Σαίξπηρ: «Η ανάπαυση είναι η υπέρτατη νοσηλεία μέσα στη φύση». Αμ δε, αδύνατον να αναπαυθείς σ’ ετούτη την ακρογιαλιά.

Στοχάζεσαι, ονειρεύεσαι, αναπολείς, σχεδιάζεις έχοντας κατά νου το συμπόσιο για το οποίο διάβασες στον Πλούταρχο. Εκείνο σου μετάγγισε ότι: «Αυτός που αναζητεί σε καθετί το εύλογο αναιρεί απ’ όλα τα πράγματα το θαυμάσιο».

Θα μπορούσε, ακόμη, αυτό το τζιν να ανήκει όχι σ’ εσένα αλλά σε ποδοσφαιριστή. Στον Σαλάχ, φέρ’ ειπείν, για να ομολογήσω πόσα κοινά μπορεί να έχω σήμερα με έναν μουσουλμάνο· το δίχως άλλο, όταν αυτός ο παίκτης πανηγυρίζει, σκηνοθετεί την αθωότητα.

Πόσες δυνατότητες. Αρκεί. Αραγε, αν δεις τη φωτογραφία, θα θυμηθείς;

Ισως όχι, μα δεν αλλάζει αυτό κάτι δραματικά. Για ποιο λόγο άλλωστε. Η φύση δεν συγκινείται.