Οταν πρέπει κάθε μέρα να αναφερθείς σε ένα θέμα της επικαιρότητας, το μυαλό ακολουθεί πολλές φορές περίεργες και υπόγειες διαδρομές. Και συνδέει γεγονότα που, σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται να έχουν ουδεμία σχέση. Κάπως έτσι, ακούγοντας για ένα ακόμη περιστατικό βίας μεταξύ ανηλίκων – αυτό της 16χρονης που μαχαίρωσε σε γυμνάσιο της Κυψέλης μια 14χρονη –, συνειδητοποιώντας ότι αυτή η θεματολογία έχει εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην ειδησεογραφία και τροφοδοτείται καθημερινά με καινούργια συμβάντα, πήγε ο νους μου στον Ρομπ Ράινερ και τη γυναίκα που πριν από λίγες μέρες δολοφόνησε ο τοξικοεξαρτημένος γιος τους.

Τι σχέση μπορεί να έχει ένας σκηνοθέτης του Χόλιγουντ με ένα Γυμνάσιο στη Κυψέλη; Η απάντηση θεωρώ ότι βρίσκεται στην πιο αγαπημένη μου ταινία του Ράινερ, μια από τις πιο αγαπημένες μου γενικά. Που στην τελευταία της σκηνή, κάθε φορά που τη βλέπω εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια, βουρκώνω. Είναι η καταγραφή μιας «εκδρομής» που κάνει μια παρέα τεσσάρων πιτσιρικάδων με απώτερο σκοπό να βρουν το πτώμα ενός αγοριού που έχει εξαφανιστεί. Τα παιδιά είναι στην ηλικία που με το ένα πόδι πατούν στην παιδικότητα και με το άλλο στην πρώτη εφηβεία. Από διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα, με διαφορετικές κουλτούρες και αξίες, διαφορετική αντίληψη του κόσμου. Είναι όμως παρέα, τους συνδέει ένα είδος συνενοχής, συμπληρώνουν το ένα το άλλο παρά τους άγριους καβγάδες τους. Και αυτή η εκδρομή, που είναι και η πρώτη τους διανυκτέρευση εκτός σπιτιού, είναι, στην πραγματικότητα, η έξοδος από την παιδική ηλικία. Επιστρέφοντας τα χαράματα στη μικρή τους πόλη, χαιρετιούνται στο μεγάλο σταυροδρόμι και τραβάει το κάθε παιδί τον δρόμο του χωρίς να γνωρίζουν ότι ποτέ δεν θα ξανασυναντηθούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Στην τελευταία σκηνή, το ένα από τα παιδιά, πατέρας πια και συγγραφέας, ενώ πληκτρολογεί τις τελευταίες φράσεις του μυθιστορήματός του που αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την εκδρομή, βλέπει στο κήπο τον γιο του να κυνηγιέται με τον κολλητό του ενώ τον περιμένουν να τους πάει στη θάλασσα. Με υπόκρουση το τραγούδι του B.B. King «Stand by me».

Το βασικό κομμάτι της ταινίας εκτυλίσσεται το 1959. Οι πιτσιρικάδες εκείνοι είναι δηλαδή από τους πρώτους baby boomers. Ο κόσμος αλλάζει, δεν μοιάζει με αυτόν που έζησαν οι γονείς τους κι εκείνοι δεν ξέρουν ακόμη ότι ο καινούργιος θα είναι καλύτερος από τον παλιό. Ζουν την αμηχανία της ηλικιακής μετάβασης, την αβεβαιότητα ακόμη και για τα προφανή (για παράδειγμα, τι ζώο είναι ο Γκούφι), την αγωνία για το μέλλον. Και εκεί προκύπτει η ανάγκη για το «Στάσου πλάι μου». Που ακόμη και αν δεν εκφράζεται, αν δεν είναι συνειδητή ή ξεκάθαρο το πού απευθύνεται, καταγράφεται ως κυρίαρχη.

Ανάγκη επιβίωσης

Λέμε ότι για την εφηβική και την παιδική βία φταίει το Διαδίκτυο διότι εκεί ο τσαμπουκάς και η βία παίρνουν παράσημα και εξασφαλίζουν αναγνώριση. Να παραδεχθούμε ότι περί αυτού πρόκειται και δεν αλλάζει. Τι να κάνουμε τώρα; Να καταργήσουμε τα σόσιαλ μίντια; Αδύνατον. Μέσα σε αυτό το καινούργιο περιβάλλον λοιπόν θα πρέπει να βγει από το μπαούλο το «Στάσου δίπλα μου» που είχε καταχωνιαστεί εκεί διότι στην εποχή μας η αυτάρκεια καλλιεργείται ως αρετή. Διότι έχει αντικατασταθεί από το «Μαζί», που όμως δεν είναι το ίδιο. Το λέει και η λέξη, αναφέρεται σε κάτι μαζικό, υπονοεί μια απόφαση. Ενώ το «Στάσου δίπλα μου» είναι δυαδικό. Και, κυρίως, πρόκειται για επίκληση, για παραδοχή μιας ανάγκης.

Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Δεν ξέρω. Εχω όμως την ελπίδα ότι, με κάποιον τρόπο, θα αυτορυθμιστεί και αυτό. Οπως συμβαίνει με όλες τις αρχετυπικές ανάγκες του ανθρώπου, και το «Στάσου πλάι μου» είναι μία από αυτές. Και, τελικά, όποια και αν είναι η ερώτηση στη λογοτεχνία, στη δραματουργία, στην ιστορία του πολιτισμού, στην εξέλιξη του ανθρώπου, η απάντηση είναι ένα «Στάσου πλάι μου» όσο βαθιά και αν χρειάζεται να σκάψεις για να τη βρεις. Δεν πρόκειται ακριβώς για λύση (ο Ράινερ σίγουρα στάθηκε πλάι στον γιο του) αλλά για προϋπόθεση ζωής.

ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ