Ο διχασμός και η εχθροπάθεια στο όνομα της πολιτικής είναι συστατικό χαρακτηριστικό της νεότερης Ελλάδας. Σε δύο περιπτώσεις, μάλιστα, η χώρα βίωσε βαθιά διαίρεση και εμφύλιο μίσος: τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και τα χρόνια του Εμφυλίου. Η μεταπολίτευση, μακρά περίοδος ειρήνης και δημοκρατίας, υποσχόταν να επουλώσει τις πληγές. Αλλά οι πολιτικές εντάσεις και η εχθροπάθεια δεν έλειψαν ως χαρακτηριστικό πολιτικής αντιπαράθεσης και πόλωσης. Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, μάλιστα, η Ελλάδα δεν γλίτωσε τη χρησιμοποίηση μηχανισμών μίσους, αναζωπύρωσης του διχασμού, ακόμα και ενός συμβολικού εμφυλίου στο παιχνίδι εξουσίας.
Τέτοιοι μηχανισμοί μίσους στη μεταπολίτευση υπήρξαν δύο. Ο ένας ήταν η εφημερίδα «Αυριανή», την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποκαλέσει υπόδειγμα δημοσιογραφίας: μια εφημερίδα που υπεράσπισε το λαϊκιστικό κύμα γύρω από τον Ανδρέα, όταν το όνομά του είχε εμπλακεί στο σκάνδαλο Κοσκωτά, δημιουργώντας και συντηρώντας μια πλήρη κουλτούρα «λαϊκού» μίσους, τον αποκαλούμενο «αυριανισμό», εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, της διαφορετικής σκέψης και των δημόσιων διανοούμενων που υπερασπίζονταν τον κοινοβουλευτισμό και το επίπεδο της δημόσιας ομιλίας. Ο ίδιος ο Παπανδρέου έπεσε θύμα του αυριανισμού όταν, αργότερα, τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του, οι πολιτικές επιλογές του και οι επιλογές της ζωής του βρέθηκαν απέναντι στις επιλογές της ίδιας αυτής εφημερίδας.
Ο δεύτερος ανάλογος μηχανισμός φτιάχτηκε γύρω από τα σόσιαλ μίντια, από τον ΣΥΡΙΖΑ του μεγάλου συγγραφέα σήμερα Αλέξη Τσίπρα. Συστατικά του, επίσης, ήταν η εχθροπάθεια, το κοινωνικό και πολιτικό μίσος, η ενοχοποίηση της άλλης άποψης και ο αντανακλαστικός αριστερός αντιευρωπαϊσμός μαζί με ένα αντιεξουσιαστικό κύμα και πολλές δήθεν λαϊκές υποσχέσεις, κυριότερες των οποίων ήταν το λεφτόδεντρο και η περιφρόνηση της πραγματικότητας. Ο νέος αυτός αυριανισμός, που είχε και την εφημερίδα «Αυριανή» στο πλάι του, πολέμησε τα παραδοσιακά κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) ως παλαιά και διεφθαρμένα, οδηγώντας τον ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με τους ΑΝΕΛ) στην εξουσία και, παραλίγο, τη χώρα σε έναν αδιερεύνητο κόσμο, μακριά από τη δυτική ασπίδα προστασίας της.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ πίστευε κανείς ότι θα σήμαινε την περιθωριοποίηση της ηθικολογικής και λαϊκιστικής εχθροπάθειας. Οτι θα τη χρησιμοποιούσαν κόμματα όπως τα απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Λάθος πρόβλεψη. Αδυνατώντας να επανεπινοήσει το κόμμα του ως κόμμα εναλλαγής στην εξουσία, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επιλέγει το στρατόπεδο μιας νέας εχθροπάθειας, ενός νέου κοινωνικού μίσους. Και μην μπορώντας να παράγει πολιτική, ο Νίκος Ανδρουλάκης στρατεύεται πίσω από μισές ή στρεβλές αφηγήσεις για ζητήματα όπως τα Τέμπη ή, πιο πρόσφατα, ο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Τελευταίο επεισόδιο αυτής της αποτυχημένης πρακτικής είναι η προχθεσινή προσπάθεια του Νίκου Ανδρουλάκη να προσάψει τον περίφημο «Φραπέ», έναν αγρότη εκ Κρήτης που φαίνεται ότι έβαλε το χέρι στο μέλι των παράνομα κτηθέντων ευρωπαϊκών ενισχύσεων, στο πελατειακό δίκτυο της κυβέρνησης και αποκλειστικά του Πρωθυπουργού. Προς τούτο, χρησιμοποιεί ένα αναξιόπιστο υλικό και υιοθετεί ένα οφθαλμοφανές ψέμα: ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι κουμπάρος του «Φραπέ».
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, με κραυγές, προσχωρεί απολύτως στις μεθόδους των αυριανιστών και του εχθροπαθούς ΣΥΡΙΖΑ. Καίγοντας τις προοπτικές ανάπτυξης ενός κόμματος που και δημοκρατική κουλτούρα έπρεπε να έχει αποκτήσει και γνώση εξαιτίας των συνεπειών του λαϊκισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύθηκε, καλώς τον νέο πράσινο ΣΥΡΙΖΑ.







