Το πρώτο πράγμα που ανέφερα στη σκηνοθέτρια Φραντσέσκα Κομεντσίνι στη συνάντησή μας πέρυσι στη Βενετία, με αφορμή την ταινία της «Ο χρόνος που χρειάζεται» (Il Tempo che ci vuole), είναι ότι κατάφερε να μην κάνει μια ταινία μόνο για τους σινεφίλ αλλά για όλον τον κόσμο. Και το είπα γιατί θέμα της ταινίας της είναι η δική της, προσωπική σχέση ως παιδιού και στην εφηβεία με τον διάσημο πατέρα της, ιταλό σκηνοθέτη Λουίτζι Κομεντσίνι (1916-2007). Εναν θρύλο του ιταλικού κινηματογράφου, ο οποίος μπήκε στον χώρο του σινεμά στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και αργότερα διέπρεψε με ταινίες όπως «Ψωμί, έρωτας και ζήλια» (1954) με τον Βιτόριο ντε Σίκα, «Il commissario» (1962), «Χαρτοπαίκτης με ταλέντο» (1972) με τους Μπετ Ντέιβις, Σιλβάνα Μανγκάνο, Τζόζεφ Κότεν και τον Σόρντι, «Η γυναίκα της Κυριακής» (1975) με τους Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Ζακλίν Μπισέ, «Το μποτιλιάρισμα» (1979), όπου έπαιζε όλο το γαλλοϊταλικό σινεμά της εποχής, και πολλές ακόμη. Επίσης είναι ο δημιουργός της τηλεοπτικής σειράς «Πινόκιο» με τον Νίνο Μανφρέντι που θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες μεταφορές του γνωστού παραμυθιού στον οπτικοακουστικό χώρο. Η ευχαρίστηση που διακρίνω στο πρόσωπο της Κομεντσίνι είναι γνήσια. «Με ευχαριστεί ολόψυχα αυτό που λέτε γιατί αν κάτι πραγματικά ήθελα, ήταν μια ταινία για όλο τον κόσμο και όχι μόνο τον σινεφιλικό».
Η ταινία που προβάλλεται απόψε στις 21.00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, στο πλαίσιο του τρίτου αφιερώματος Cinema Made in Italy, είναι μια βαθιά προσωπική αναδρομή σε στιγμές που η σκηνοθέτρια έζησε με τον πατέρα της. Ωστόσο, αυτή η προσωπική εξομολόγηση είναι ειπωμένη με την απαραίτητη απόσταση, ακριβώς για να μη γίνει μια ταινία «μόνο για ειδικούς. Είναι μια ταινία για έναν πατέρα και την κόρη του – απλώς ο πατέρας τυγχάνει να είναι σκηνοθέτης», είπε η Κομεντσίνι. «Ακριβώς λόγω του ονόματος του πατέρα μου, ανησυχούσα κάπως. Ηθελα, ήλπιζα, με το να μιλήσω προσωπικά μέσω μιας ταινίας, να αγγίξω πολύ κόσμο, όχι μόνο τους κινηματογραφόφιλους. Γιατί μια σχέση πατέρα – κόρης είναι παγκόσμιο θέμα. Και όλα όσα τη συνοδεύουν. Η παιδική ηλικία, η εφηβεία, η προδοσία, η κρίση, η ωρίμανση του παιδιού, το γήρας του πατέρα – τα πάντα. Ολοι με έναν τρόπο, άντρες και γυναίκες, τα έχουμε περάσει. Τιμώντας τον πατέρα μου, ήθελα να τιμήσω όλους τους πατεράδες του κόσμου. Ηλπιζα λοιπόν να ακούσω αυτό που μου είπατε και χαίρομαι τόσο πολύ».
Κορίτσια του σινεμά
Φυσικά, ο πατέρας της Κομεντσίνι υπήρξε τεράστια πηγή έμπνευσης ώστε και εκείνη να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι, της κινηματογραφικής δημιουργίας, γεγονός που χαρακτηρίζει όλα τα παιδιά του Λουίτζι Κομεντσίνι, που είναι όλα κορίτσια. Η Φραντσέσκα Κομεντσίνι είναι αδελφή της Κριστιάνα Κομεντσίνι, σκηνοθέτριας, της Πάολα Κομεντσίνι, σκηνογράφου και ενδυματολόγου, και της Ελεονώρας Κομεντσίνι, που επίσης εργάζεται στον χώρο. «Πρόκειται για οικογενειακό πάθος και στην πραγματικότητα, επειδή έμαθα πολλά από τον πατέρα μου, ήθελα κάπως να τον τιμήσω», είπε γελώντας η Κομεντσίνι που γεννήθηκε το 1961 στο Λάτσιο της Ρώμης. «Αν και ο Λουίτζι Κομεντσίνι πάντα έλεγε – και το βάζω στην ταινία – ότι τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τη ζωή, το σινεμά ήταν γνήσιο πάθος του και με έναν τρόπο μάς το μετέφερε, χωρίς να θέλει πραγματικά να ασχοληθούμε και εμείς με το σινεμά. Η σχέση του με το σινεμά δεν ήταν εγκεφαλική αλλά οργανική. Ηταν ένας τρόπος για να εξερευνήσεις τη ζωή διαφορετικά».
Το 1982, ύστερα από δύο χρόνια φιλολογικών σπουδών, η Κομεντσίνι παράτησε το πανεπιστήμιο και μετακόμισε στη Γαλλία στοχεύοντας να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο την κέρδισε το σινεμά και δύο χρόνια αργότερα μετέφερε στην οθόνη μια αυτοβιογραφική ιστορία με τον «Pianoforte» (1984) που κέρδισε το βραβείο De Sica στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Η Κομεντσίνι χρειάστηκε να δουλέψει πέντε χρόνια για την ταινία «La lumière du lac» (1988) και μέσα σε αυτό το διάστημα συνέγραψε με τον πατέρα της το σενάριο μιας άλλης ταινίας, της «Un ragazzo di Calabria» (1987). Συνεργάστηκαν μάλιστα στην ταινία «Marcellino» (1991) που έμελλε να είναι η τελευταία που ο πατέρας της σκηνοθέτησε. Μετά την ταινία «Annabelle partagée» (1991), η οποία δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Ιταλία, η Κομεντσίνι σκηνοθέτησε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Elsa Morante» (1996) που αποτελεί μέρος μιας σειράς αφιερωμένης σε διάσημους συγγραφείς. Δικό της είναι και το «Shakespeare a Palermo» (1997), ένα ντοκιμαντέρ για το ανέβασμα ενός έργου του Κάρλο Κέτσι.
«Με τον κινηματογράφο μπορείς να δραπετεύσεις», λέει ο πατέρας που βλέπουμε στην ταινία της Κομεντσίνι και που υποδύεται εξαιρετικά ο Φαμπρίτσιο Τζιφούνι· «με το ίδιο σου το μυαλό». Απέριττες εικόνες, όπου δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα πέρα από τους δυο τους, τον πατέρα και την κόρη (σε ηλικία οκτώ ετών την υποδύεται η Ανα Μαντζιοκαβάλο και στην εφηβεία η Ρομάνα Ματζιόρε Βέργκανο), κι εκείνα τα σημεία αναφοράς που μένουν, έχουν πάντα κάτι το απόκοσμο: τα μεγάλα πράγματα είναι υπερβολικά μεγάλα· τα μακρινά, αξεπέραστα μακρινά. Στα κινηματογραφικά σκηνικά, αντίθετα, όλα ξεχειλίζουν: σύγχυση, βιασύνη, άνθρωποι, θόρυβος – κι εκεί επίσης όλα διογκώνονται.
Ο Μάρκο Μπελόκιο
Η Κομεντσίνι ανέφερε ότι δούλεψε το σενάριο της ταινίας χωρίς να στηριχτεί κάπου πέρα από τις προσωπικές αναμνήσεις της. «Θα έλεγα ότι ήταν κάτι σαν ντοκιμαντέρ μνήμης, τόσο ενώ το έγραφα, ως προσωπικό ημερολόγιο, όσο και όταν το γύριζα. Εργάστηκα πολύ καλά με τους ηθοποιούς, με μεγάλη ελευθερία – η αίσθηση με ενδιέφερε περισσότερο από την ακρίβεια των γεγονότων. Και στάθηκα τυχερή γιατί παραγωγός της ταινίας είναι ο Μάρκο Μπελόκιο, ο οποίος αγάπησε από την αρχή αυτό που ήθελα να κάνω και με υποστήριξε ολόψυχα. Σεβάστηκε το υλικό και βρήκε τη σωστή απόσταση που έπρεπε να διατηρήσω. Οταν είδε το σενάριο, μου είπε να μην αλλάξω τίποτα, απλώς να ακολουθήσω την ψυχή μου γιατί “αυτό είναι εντελώς δικό σου πράγμα”. Θα τον ευγνωμονώ για πάντα».
Αυτή η ποιητική διάσταση με την οποία η Κομεντσίνι στολίζει την ταινία «Ο χρόνος που χρειάζεται» έρχεται σε απόλυτη αρμονία με τον ίδιο τον Λουίτζι Κομεντσίνι που, παρότι υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα του ιταλικού κινηματογράφου, διατηρούσε πάντα ένα χαμηλό προφίλ, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και περισσότερο μέσα στην ουσία των πραγμάτων, στην ουσία του σινεμά και της ζωής. «Είχε επιμονή, είχε θέληση, είχε αποφασιστικότητα, αλλά την ίδια ώρα ήταν ταπεινός, χωρίς καμία σχέση με το ιταλικό πρότυπο του macho. Ελπίζω και εμείς, τα παιδιά του, να πήραμε κάτι από αυτόν τον θαυμάσιο χαρακτήρα».







