Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό στην εκφορά του δημόσιου λόγου και τη διατύπωση της άποψης που δεν ξέρω αν αποτελεί στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, αποτέλεσμα της βαλκανικής μας εσωστρέφειας, αν φταίει η Τουρκοκρατία ή, έστω, ένα αίσθημα σε στυλ τουρκομπαρόκ. Είναι ο αρνητισμός, μια μόνιμη αρνητική στάση και διάθεση δηλαδή, κυρίως για ό,τι δεν είναι ή δεν θεωρείται «δικό» μας. Και πρόκειται για την κορυφή ενός παγόβουνου συμπλεγμάτων. Σε απλά ελληνικά, το λέμε με πιο περιγραφικές λέξεις, όπως ξινίλα. Να το κάνουμε εικόνα στην πιο οικογενειακή εκδοχή του. Είναι εκείνη η θεία που δοκιμάζει τους κολοκυθοκεφτέδες σε μια ταβέρνα όπου είναι σπεσιαλιτέ και, με την πρώτη μπουκιά, παίρνει μια έκφραση σαν να έχει σπάσει δίπλα της αποχέτευση. Και σπρώχνει, υποτίθεται διακριτικά, το πιάτο της στο κέντρο του τραπεζιού. Τη γνώμη της την έχει διαμορφώσει πριν ακόμη δοκιμάσει. Απαξιώνοντας τους πολυδιαφημισμένους κολοκυθοκεφτέδες της ταβέρνας, είναι σαν να δηλώνει ότι οι δικοί της είναι πολύ καλύτεροι. Ή σαν εκείνη να ξέρει από γεύσεις περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Αντίστοιχη ξινίλα, που και ανακατωσούρα τη λες, επαναλαμβάνεται και στον καλλιτεχνικό, κοινωνικό ή πολιτικό σχολιασμό. Αν για μια παράσταση που αρέσει στους περισσότερους διατυπώσεις αρνητική γνώμη, νομίζεις ότι, αυτόματα, είσαι βαθύς γνώστης του θεάτρου και αντιλαμβάνεσαι αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι πλεμπαίοι. Αν απαξιώσεις μια διαδικασία που είναι επιβεβλημένη και μελετημένη, θεωρείς ότι είσαι εξπέρ. Ετσι κάπως δεν είδαμε τη Ραλλία Χρηστίδου, με αφορμή το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης, σε ρόλο «αρχαιολόγου», που θα πρέπει να σκαρφαλώσει ο Σλήμαν στους ώμους του Εβανς και οι δύο μαζί σε ένα σκαμνάκι για να φτάσουν στο επίπεδό της;
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την τοποθέτηση της πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στη θέση της προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ύστερα από πρόσκληση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη. Και αμέσως συσπειρώθηκε το «Αρνητιστάν» (ή «Ξινιστάν») και άρχισε ο κομματικός λιθοβολισμός. Οτι είναι κατάντια, ξεπεσμός, ότι βολεύτηκε, ότι έγινε «υπάλληλος της Μενδώνη». Αυτά μάλιστα τα λένε άτομα που προσδέθηκαν σε ένα κομματικό άρμα (ακόμη και αν «σέρνονταν πίσω από το άρμα» όπως το πτώμα του Εκτορα στον Τρωικό Πόλεμο) για να εξασφαλίσουν δουλίτσα, «εξουσία» και μισθουλάκο.
Δηλαδή τι; Θα έπρεπε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου να στρογγυλοκαθίσει στο βαθούλωμα της πρώην θέσης της; Να αποσυρθεί από τα εγκόσμια; Να παριστάνει τη Σίβυλλα; Τι; Ή μήπως να πήγαιναν οι ίδιοι και οι ίδιες στη θέση της; Και κάτι ακόμη. Στη θέση αυτή – και σε πολλές άλλες – δεν είσαι «υπάλληλος» κάποιου υπουργού. Είσαι «υπάλληλος» της χώρας σου. «Υπάλληλος» του υπουργού είσαι όταν, ενώ δουλεύεις σε υπουργείο, αποθεώνεις, μέσω άλλης επαγγελματικής σου ιδιότητας – για παράδειγμα, δημοσιογράφος –, τον υπουργό σου.
Ανεπίδοτα γράμματα
Η κυβέρνηση έβαλε αυτογκόλ. Ανακοίνωσε το κλείσιμο των ΕΛΤΑ πριν να είναι έτοιμο προς λειτουργία, από την επόμενη κιόλας ημέρα, το σύστημα αντικατάστασης των, ελάχιστων πλέον, υπηρεσιών τους. Διότι ήταν από ελάχιστες έως καμία. Και το «κλάμα» για το τέλος της λειτουργίας τους εντελώς υποκριτικό. Ποιος στέλνει σήμερα γράμμα; Ποιος, προκειμένου να στείλει ένα δέμα, σκέφτεται πρώτα τα ΕΛΤΑ και μετά τις υπηρεσίες κούριερ; Είναι, λένε, το κέντρο του χωριού. Ποιο, μωρέ; Το ταχυδρομείο; Και όχι το καφενείο ή το προποτζίδικο; Πού ζουν όσοι τα λένε αυτά; Σε μυθιστόρημα της Αγκαθα Κρίστι που εκτυλίσσεται στην αγγλική επαρχία τη δεκαετία του 1930;
Η τεχνολογία εξελίχθηκε κι ο ταχυδρόμος «πέθανε». Οπως ο γανωματής, ο πεταλωτής, ο παγοπώλης, ο μυλωνάς, η μανταρίστρα, ο παπατζής (για τον τελευταίο δεν είμαι σίγουρη διότι ο «παπάς» παίζεται πια και χωρίς χαρτιά). Τι να κάνουμε τώρα;







