Λίγα ζητήματα τα τελευταία χρόνια έχουν ενώσει τη Δεξιά της Αμερικής όσο το δηλωμένο μίσος της για την κουλτούρα της ακύρωσης. Ορισμένοι θεωρούν ότι το «canceling» αποτελεί μια ισχυρή πράξη αλληλεγγύης. Κάποιοι άλλοι πως είναι απλώς η εκδήλωση της άποψης του όχλου. Μια τρίτη ομάδα το χαρακτηρίζουν υπερβολή ή και απάτη.
Οι καταστάσεις στα χρόνια της προεδρίας Τραμπ φαίνεται πως αλλάζουν. «Η κουλτούρα της ακύρωσης διαχέεται ολοένα και περισσότερο και η δημοκρατία βυθίζεται στο σκοτάδι» διαπιστώνει η Αν Μπράνιγκιν σε άρθρο της στην «Washington Post».
Και παρατηρεί ότι για χρόνια διάσημοι συντηρητικοί ξεσπούσαν εναντίον της «κουλτούρας της ακύρωσης». Τώρα όμως που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και οι σύμμαχοί του έχουν ορκιστεί να τιμωρήσουν κάθε έκφραση που δεν τους αρέσει, αναδεικνύεται μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα: Κουλτούρα ακύρωσης θεωρείται όταν γίνεται από τον υποτιθέμενο εχθρό σου. Οταν το κάνει η δική σου πλευρά, είναι δικαιοσύνη.
«Ολοι ακυρώνουν κι όλοι μισούν τη συγκεκριμένη κουλτούρα» σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου «H υπόθεση της κουλτούρας της ακύρωσης», Ερνστ Οουενς, που περιγράφει την «ακύρωση» ως ένα πολύτιμο δημοκρατικό εργαλείο. Επισημαίνει, δε, ότι το μποϊκοτάζ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της κουλτούρας της ακύρωσης, γεγονός που αποδεικνύει πως η συγκεκριμένη τακτική υιοθετείται από ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα εδώ και αιώνες.
«Πριν τη γνωρίσουμε ως κουλτούρα ακύρωσης, τη λέγαμε αλλιώς: διαδικτυακό διασυρμό» γράφει η Μπράνιγκιν και ορίζει την αρχή του φαινομένου το 2013 σε μια ρατσιστικού περιεχομένου ανάρτηση στο τότε Twitter (νυν Χ) της διευθύντριας επικοινωνίας μιας αμερικανικής εταιρείας. Μέσα σε λίγες ώρες βρέθηκε στην κορυφή των τάσεων παγκοσμίως (ενώ είχε μόλις 170 ακολούθους) και οι συνέπειες του φαινομένου προκάλεσε πλήθος συζητήσεων επί σειρά ετών έως και τη συγγραφή βιβλίων.
Ψηφιακός ακτιβισμός
Γρήγορα αναπτύχθηκε μια νέα μορφή ψηφιακού ακτιβισμού ιδιαίτερα δημοφιλούς σε νέους ανθρώπους, συχνά έγχρωμους, που ένιωθαν περιθωριοποιημένοι, απαξιωμένοι ή εντελώς αγνοημένοι από τους πολιτικούς ηγέτες και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, δημιουργώντας τους την αίσθηση ότι είναι στη θέση του Δαβίδ που έχει την ευκαιρία να βάλλει εναντίον ενός Γολιάθ. Στο μεταξύ δημοσκόπηση του YouGov το 2021 έδειξε ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών θεωρούσε την κουλτούρα της ακύρωσης ένα «κάπως ή πολύ σοβαρό πρόβλημα», και ότι οι ίδιοι ήταν πιθανότερο να πιστεύουν πως αποτελούν τα θύματά της.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι ειδικοί που μίλησαν στην «Washington Post» συμφώνησαν ότι αυτό που βλέπουμε στη δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ δεν είναι πραγματικά κουλτούρα ακύρωσης. Είναι κάτι χειρότερο και ονομάζεται «jawboning», που σημαίνει ότι η κυβέρνηση ασκεί πολιτική πίεση προς μέσα ενημέρωσης και προχωρά σε παρασκηνιακή λογοκρισία. Γεγονός που οι Αμερικανοί έχουν ήδη αντιληφθεί, όπως έδειξε δημοσκόπηση του ΥouGov, η οποία κατέγραψε τον Σεπτέμβιο ένα «νέο φαινόμενο»: οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν πλέον ότι η ελευθερία του λόγου υποφέρει.







