Τα γεγονότα της Νέας Υόρκης μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν συνιστούν πολύ βαριά ήττα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και προσωπικά του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη. Ήττα που δεν έχει προηγούμενο και δεν κρύβεται ό,τι κι αν κάνει η κυβέρνηση. Όταν δε συνδυαστούν με τα ακόλουθα γεγονότα της Ουάσιγκτον, μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν, η συνολική εικόνα αποκτά πλέον εφιαλτικές διαστάσεις: οι δυόμισι ώρες συνομιλιών των προέδρων των ΗΠΑ και της Τουρκίας στον Λευκό Οίκο – άλλωστε ήταν μία από τις πολλές επαφές τους – και όλα όσα τις συνόδευσαν ανεξαρτήτως το ποια θα είναι η πραγματική τους κατάληξη, απέχει φυσικά έτη φωτός από φωτογραφία των τριάντα δευτερολέπτων του ζεύγους Τραμπ με το ζεύγος Μητσοτάκη στην αποχαιρετιστήρια δεξίωση του πρώτου που συνιστά και τη μοναδική μέχρι σήμερα επαφή των δύο – δηλαδή, καμία απολύτως επαφή, για πρώτη φορά στα ελληνοαμερικανικά χρονικά πλην της πρώτης περιόδου, αυτής του σκληρού αντιαμερικανισμού, του Ανδρέα Παπανδρέου επί Ρέιγκαν.

Η πλήρης ελληνική ανυπαρξία για τον Λευκό Οίκο σε αντίθεση με την εκτόξευση του ενδιαφέροντος για την Τουρκία και μάλιστα χωρίς αυτή να περιορίζει τον αντιδυτικισμό της, συνιστά το χαμηλότερο σημείο στο οποίο έχει φτάσει η ελληνική εξωτερική πολιτική και η διεθνής θέση της χώρας εδώ και δεκαετίες. Και αυτό συμβαίνει στη χειρότερη στιγμή: την ώρα των μεγάλων μεταβολών που βρίσκει την Ελλάδα όχι απλώς εντελώς απομονωμένη, αλλά, κάτι ακόμα χειρότερο, παγιδευμένη, από μόνη της, σε έναν διάλογο που θα έπρεπε, όπως έχει πλήθος φορές με έμφαση επισημανθεί εδώ, να έχει διακοπεί εδώ και χρόνια.

Μετά τη Νέα Υόρκη, η ελληνική αυτοπαγίδευση εισέρχεται σε νέα επίπεδα και μάλιστα αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον στα όσα δραματικά συνέβησαν εκεί και, δεύτερον, στην ελληνική αντίδραση σε αυτά και, συγκεκριμένα, σε μία πτυχή της, η οποία θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Πρωθυπουργό στο εγγύς μέλλον καθώς αφορά προσωπικά τον ίδιο και τα λεγόμενά του που πιθανότατα δεν τα ζύγισε επαρκώς υπό την πίεση του χαστουκιού από την Τουρκία.

Είπε λοιπόν μεταξύ άλλων ο Μητσοτάκης μιλώντας στον ΟΗΕ ότι πρέπει «Να ανακαλέσει η Τουρκία το casus belli. Ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο διάλογος, όχι η γλώσσα των όπλων. Η Ελλάδα αναζητά ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία. Τα ήρεμα νερά πρέπει να μας επιτρέψουν να βρούμε λύση και για τις δύο πλευρές. Η Τουρκία πρέπει να άρει την απειλή πολέμου εναντίον της Ελλάδας που είναι μαύρο σύννεφο πάνω από τις σχέσεις μας. Το casus belli πρέπει να αρθεί».

Η θέση είναι ασφαλώς ορθή. Αλλά με μία προϋπόθεση: ότι υποστηρίζεται και στην πράξη και δεν αναιρείται από αυτήν, σε βαθμό πλήρους αναξιοπιστίας. Όταν ο Πρωθυπουργός αντιδιαστέλλει ευθέως τον διάλογο με το casus belli εκφράζοντας ρητά, και ορθώς, την απόλυτη ασυμβατότητά τους, τότε, πώς θα τον συνεχίσει; Πώς θα επιστρέψει σε αυτόν; Πώς τον διεξάγει τόσον καιρό που το casus belli είναι ενεργό όπως και θα εξακολουθήσει να είναι και στο μέλλον καθώς η Τουρκία δεν προτίθεται να το άρει;

Πρόκειται για βαρύτατη αντίφαση που γεννά ένα εξίσου ανυπέρβλητο αδιέξοδο για τον Πρωθυπουργό και, κυρίως, για τη χώρα. Μία από τις πτυχές αυτού του αδιεξόδου είναι ότι ουδείς πλέον λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την Ελλάδα που δεν υποστηρίζει τίποτε από όσα λέει και που κάνει διαρκώς πίσω στις τουρκικές απειλές, κάτι που μόλις φάνηκε και στην άλλη πολύ δυσμενή εξέλιξη, του καλωδίου, της αδιανόητης επιδείνωσης της σχέσης με την Κύπρο και, εξίσου, την αποστασιοποίηση της Γαλλίας, που πιστοποιεί ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε να στερήσει την Ελλάδα από όλους τους συμμάχους της. Κάτι που συνιστά πολύ βαριά ήττα.