Στους εννέα μήνες από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι συνολικοί στόχοι της ατζέντας του έχουν πλέον γίνει αρκετά σαφείς: να αποδυναμώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο εξωτερικό ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον φιλικό προς τους δικτάτορες, και παράλληλα στο εσωτερικό να χρησιμοποιήσει την αμερικανική κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις για την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας. Θα πετύχει;

Η επιτυχία του σχεδίου του Τραμπ εξαρτάται από το πώς το βλέπουμε – ή μάλλον, από το αν επιλέξουμε να μην το βλέπουμε. Στη χειρότερη περίπτωση, οι Αμερικανοί θα επιλέξουν να μην παρατηρούν γύρω τους, θα στρέψουν αλλού το βλέμμα τους, καθώς οι γείτονες και οι συνάδελφοί τους συλλαμβάνονται σε επιχειρήσεις εναντίον μεταναστών και οι πόλεις τους στρατιωτικοποιούνται, και μετά θα προσποιούνται πως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη δημοκρατία.

Θα βρεθούν προσχήματα. Ας μην κάνουμε το λάθος να συγχέουμε τα προσχήματα με τις πραγματικές πολιτικές. Το αν η μετάβαση στον αυταρχισμό στις ΗΠΑ θα πετύχει εξαρτάται από εμάς. Στο παράδειγμα του Τραμπ, όλα αυτά είναι ένα ριάλιτι σόου, κι εμείς απλώς ασήμαντοι κομπάρσοι, χωρίς λόγια, για πάντα στο παρασκήνιο.

Ας το αποκαλέσουμε «επίδειξη δύναμης». Έτσι έχει (υπερβολικά συχνά) περιγραφεί η ανάπτυξη της Εθνοφρουράς (και των Πεζοναυτών) στις αμερικανικές πόλεις. Μα τι είδους δύναμη είναι αυτή; Και τι είδους επίδειξη; Και πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε την αντίληψη ότι πρόκειται για «θέαμα» στο οποίο δεν έχουμε κανέναν ρόλο;

Η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων είναι προφανώς παράνομη κι έχει σχεδιαστεί για να εκφοβίσει. Ταυτόχρονα διαστρεβλώνει τον λόγο ύπαρξης των ενόπλων δυνάμεων, που είναι η υπεράσπιση της χώρας από επίθεση.

Ο εκφοβισμός, ωστόσο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εμάς. Θα επιλέξουμε να εκφοβιστούμε; Πολλοί άνθρωποι, όπως οι εργαζόμενοι χωρίς χαρτιά – ή όσοι μοιάζουν να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία – έχουν σοβαρό λόγο να φοβούνται και να κρύβονται. Όμως πολλοί από εμάς, πολίτες και κυρίως αιρετοί αξιωματούχοι σε πολιτειακό επίπεδο, έχουμε υποχρέωση να σκεφτούμε και να αντιδράσουμε δημιουργικά.

Καταρχάς, αυτό σημαίνει να αρνηθούμε να συμπαρασυρθούμε στο «σόου».

Στην πραγματικότητα, αυτή η στρατιωτική ανάπτυξη σε αστικές περιοχές είναι το πολιτικό ισοδύναμο αναμμένου φυτιλιού. Στέλνοντας στρατεύματα στη μια πόλη μετά την άλλη, η διοίκηση Τραμπ δημιουργεί τη στατιστική πιθανότητα ενός περιστατικού – μιας αυτοκτονίας στρατιώτη, ενός επεισοδίου φίλιων πυρών, του πυροβολισμού εναντίον ενός διαδηλωτή – που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή μιας μεγαλύτερης κρίσης.

Η αποτροπή αυτού του αποτελέσματος απαιτεί να δούμε πού οδηγεί η παθητικότητα. Αν επιτρέψουμε στην «επίδειξη ισχύος» του Τραμπ να μας τρομοκρατήσει, τότε τον διευκολύνουμε σε μια διαδικασία που δεν μπορεί να επιτύχει μόνος του.

Η Ουκρανία δέχεται εισβολή από τη Ρωσία. Κανείς δεν εισβάλλει στην Αμερική. Εμείς μπορούμε μόνο να εισβάλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.

Και το αν θα συμβεί αυτό εξαρτάται από το αν επιλέξουμε να δούμε τη συνολική λογική, να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, να μιλήσουμε μεταξύ μας και να προχωρήσουμε στο έργο της υπεράσπισης της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας και των ανθρώπινων αξιών. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι αν το θάρρος της κοινωνίας μπορεί να διοχετευθεί σε αποτελεσματική δημοκρατική αντίσταση.

Το ομοσπονδιακό σύστημα της Αμερικής προσφέρει λόγους να έχουμε ελπίδα. Αφού το Κογκρέσο θέσπισε νομοθεσία για τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του 1960, ώστε να αποδομήσει το ρατσιστικό πολιτικό καθεστώς του Νότου (Jim Crow), το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υιοθέτησε τα «δικαιώματα των πολιτειών» ως στρατηγική συσπείρωσης και αντίστασης στην ομοσπονδιακή εξουσία.

Η άρνηση εφαρμογής της πολιτικής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που μερικές φορές αποκαλείται «ήπια απόσχιση», προετοιμάζει το έδαφος για αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτειακές κυβερνήσεις και τη διοίκηση Τραμπ σε ζητήματα που εκτείνονται από τη διεξαγωγή εκλογών μέχρι τη δημόσια υγεία και ακόμη και την κλιματική αλλαγή. Η μοίρα της αμερικανικής δημοκρατίας – αν όχι της ίδιας της Αμερικής – μπορεί να εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα.

Ο αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ είναι καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και  μόνιμος συνεργάτης του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών στη Βιέννη. Στα ελληνικά κυκλοφορούν πολλά βιβλία του με πιο πρόσφατο το «Ο δρόμος προς την ανελευθερία» (εκδ. Παπαδόπουλος 2018, μτφ. Ανδρέας Παππάς)