Οι ανακοινώσεις του αρμοδίου υπουργού για τη σύσταση ειδικού αστυνομικού σώματος που θα περιπολεί και εποπτεύει στους καταυλισμούς Ρομά ήρθε ως επιστέγασμα μιας συστηματικής προσπάθειας να παρουσιαστούν οι Ελληνες Ρομά ως μια κατηγορία πληθυσμού που συνδέεται με αυξημένη παραβατικότητα και εγκληματικότητα, συμπεριλαμβανομένης και της επιλεκτικής προβολής και αξιοποίησης στατιστικών στοιχείων της Ελληνικής Αστυνομίας. Ουσιαστικά, είχε διαμορφωθεί ένα ολόκληρο κλίμα στη δημόσια σφαίρα που παρουσίαζε τους Ρομά ως έναν κατεξοχήν «επικίνδυνο πληθυσμό», που θα πρέπει να έχει και ανάλογη κατασταλτική αντιμετώπιση.
Σίγουρα, η επίκληση στατιστικών είναι πιο ευπρεπής στη διατύπωση από την επίκληση των Ρομά ως απειλής σε παλαιότερες μορφές του νεοελληνικού ρατσισμού – γενιές μεγάλωσαν με το «θα σε δώσω στον γύφτο» ή το «είσαι σαν γύφτος» – όμως αυτό δεν αναιρεί το ότι πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό στιγματισμού που αναπαράγει μια συνθήκη κοινωνικού αποκλεισμού. Το γεγονός ότι πλέον ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές τμημάτων κοινωνικών επιστημών (ενδεχομένως ακόμη και μαθητές λυκείου εάν δεν είχε καταργηθεί το σχετικό μάθημα) διδάσκονται ότι ο στιγματισμός μιας κοινωνικής ομάδας, μέσα από την αναπαραγωγή στερεοτύπων που τη συνδέουν με αυξημένη παραβατικότητα, όχι μόνο επιτείνει τη συνθήκη αποκλεισμού αλλά στην πραγματικότητα εξωθεί μέλη της ομάδας αυτής σε παραβατικές συμπεριφορές (στο πλαίσιο άτυπων, αλλά όχι λιγότερο πραγματικών μορφών κοινωνικού καταμερισμού εργασίας), μικρή σημασία φαίνεται να έχει για τους σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής. Κάτι που υπογραμμίζουν οι διαμαρτυρίες των ίδιων των Ρομά ότι μένουν στα χαρτιά εγκεκριμένα σχέδια και πολιτικές για την άρση των επιπτώσεων του κοινωνικού αποκλεισμού, για την κοινωνική ενσωμάτωση, την αναβάθμιση των οικιστικών υποδομών και τη βελτίωση της πρόσβασης στην εκπαίδευση.
Η πολιτική σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών και προτεραιοτήτων είναι αρκετά προφανής. Οταν, για παράδειγμα, ο αρμόδιος περί της μετανάστευσης υπουργός πανηγυρίζει για την αναστολή του δικαιώματος στο άσυλο και για την αλλαγή της διατύπωσης στα δημόσια έγγραφα από «παράτυπη» σε «παράνομη» μετανάστευση, αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια ολόκληρη πολιτική επένδυση σε πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές που κυρίως διεκδικούν ακροατήριο από την Ακροδεξιά, κάτι που παρατηρούμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επιλεκτική στοχοποίηση των Ρομά και η επικοινωνιακή προβολή μιας «αποφασιστικής» πολιτικής απέναντί τους έρχεται να υπηρετήσει συναφείς σκοπιμότητες και να εκμεταλλευτεί αντίστοιχα ιδεολογικά αντανακλαστικά.
Ουσιαστικά, αυτό που βλέπουμε είναι η παραγωγή και αντίστοιχη κατασταλτική διαχείριση «επικίνδυνων τάξεων», που απευθύνεται σε τμήματα του πληθυσμού που μικρή άμεση εμπειρία έχουν των προβλημάτων που υποτίθεται ότι επιλύονται – μια πρακτική που είδαμε και στην περίπτωση της συστηματικής επικοινωνιακής στοχοποίησης των Εξαρχείων – ως ένα υποκατάστατο μιας διαρκώς υπονομευόμενης κοινωνικής συνοχής. Μόνο που όσες αστυνομικές επιχειρήσεις και εάν γίνουν σε καταυλισμούς Ρομά – ή αντίστοιχα όσες εκκενώσεις καταλήψεων σε πανεπιστημιακούς χώρους και εάν έγιναν – δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι κάνουν την ελληνική κοινωνία να νιώθει λιγότερο ανασφαλής για το μέλλον.







