Ο Τζίμι Κίμελ είναι διάσημος παρουσιαστής βραδινού talk show στις ΗΠΑ, στο κανάλι ABC – εμείς τον ξέρουμε και από παρουσιάσεις των Όσκαρ. Την περασμένη Δευτέρα αναφέρθηκε στη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ. Αποκάλεσε το κίνημα MAGA συμμορία που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκομίσει πολιτικό όφελος παρουσιάζοντας τον δολοφόνο ως αριστερό. Μια άποψη δηλαδή με την οποία ταυτίζονται πολλοί πολίτες των ΗΠΑ. Και ακόμη περισσότεροι πολίτες ανά τον κόσμο. Την επομένη αναγγέλθηκε η επ’ άπειρον αναστολή της εκπομπής του. Δηλαδή κόπηκε. Λόγω αυτών των δηλώσεων και των γενικότερων θέσεών του για τη δολοφονία του Κερκ. Απαράδεκτο, επικίνδυνο, άκρως δυσοίωνο. Όπως ακριβώς το έλεγε ο Αλμπέρ Καμί: «Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός».
Μπαίνουμε λοιπόν σε μια εποχή που η λογοκρισία θεωρείται προστασία έτσι ώστε να επιβάλλεται με την παραμικρή πρόφαση ή και ακόμη χωρίς πρόφαση; Φοβάμαι πως ναι. Αλλά θεωρώ ότι έχουμε μπει εδώ και πολύ καιρό. Μόνο που η λογοκρισία είναι σαν – κατά τον Αλέξη Τσίπρα – τις μολότοφ. Εξαρτάται από ποια μεριά στέκεσαι. Γι’ αυτό και άλλοτε σε εξοργίζει, άλλοτε τη λογαριάζεις ως ενσυναίσθηση, ευαισθησία, προάσπιση δικαιωμάτων. Η κουλτούρα της ακύρωσης έχει ξεκάνει πολλούς. Η διατύπωση απόψεων που δεν συντονίζονται με την κοινή τάση έχει απομονώσει καλλιτέχνες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, καθηγητές πανεπιστημίου. Ένα είδος «δημόσιας οργής» που εκτρέφεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εκτονώνεται με όρους λαϊκού δικαστηρίου λειτουργεί, τελικά, ως λογοκρισία. Απομακρύνει ανθρώπους από τη δημόσια σφαίρα, στερεί δουλειές, αναστέλλει καριέρες, πυροδοτεί εκρηκτικούς μηχανισμούς. Και είναι, τελικά, το ίδιο ασφυκτική με την επιβεβλημένη «εκ των άνω» απαγόρευση. Στη χώρα μας το ζούμε πολύ έντονα, αλλά συμβαίνει και στα καλύτερα κράτη.
Είναι όμως το ίδιο; Είναι ίσα κι όμοια μια πολιτική άποψη διατυπωμένη έστω και με αιχμηρό τρόπο με έναν λόγο μίσους που εκφράζεται χωρίς τεκμηρίωση, μόνο και μόνο για να υποτιμήσει ή να πληγώσει πληθυσμιακές ομάδες λόγω καταγωγής, σεξουαλικής προτίμησης ή ακόμη και σωματικής διάπλασης; Είναι το ίδιο οι δηλώσεις που, στην πραγματικότητα, στρέφονται εναντίον ενός ηγεμόνα – στην περίπτωση του Κίμελ, εναντίον του Τραμπ – με λεκτικές επιθέσεις που υποδαυλίζουν ρατσισμό και μισαλλοδοξία; Θεωρητικά όχι. Στην πραγματικότητα όμως τα όρια είναι πολύ θολά. Και, σε πολλές περιπτώσεις, οι μηχανισμοί ακριβώς ίδιοι.
Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι ο αυστηρός «καλβινισμός» της μιας πλευράς δίνει άλλοθι στην άλλη. Η λογοκρισία στην εποχή του Τραμπ θεωρείται απάντηση στις τακτικές της woke ατζέντας. Κι αυτό της δίνει, για πολλούς, ηθική νομιμοποίηση. Κάτι σαν «και τώρα η σειρά μας». Διότι, στην εποχή μας, η όποια ηθική, ακόμη και ως πρόφαση, επικοινωνείται με καύσιμο το μίσος. Και μια εσχατολογική άποψη τύπου «τώρα θα μπουν τα πράγματα στη θέση τους». Το φάντασμα της «τελικής λύσης» έχω την εντύπωση ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας με πολλές μεταμφιέσεις.







