Αταμάν, Αταμάν, τα λαχανικά χαλάν, στα ψυγεία δεν βαστάν. Φίλε Τούρκο, ξέχνα τους Γερμανούς – το χειρότερο είναι πως μια ζωή θα λέμε τις ίδιες μπαναλιτέ που λέγαμε πριν από σαράντα χρόνια στα μπαρ. Ναι. Δεν γλιτώνουμε. Θα ανακυκλωνόμαστε βαρετά, αφού κάθε τόσο επαναλαμβάνονται τα ίδια και επανέρχεται αενάως η ευλογιά των αιγοπροβάτων. Οπότε σέρνεσαι κι εσύ στην ίδια καθήλωση, στα παλιά ξινά σταφύλια. Δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει θέληση για ανέλιξη, νέα αντίληψη πραγμάτων. Κλινέξ μάθαμε το ’80 και κλινέξ ακόμα αγοράζουμε και κάθε μέρα θα βγαίνει ένα νέο ψώνιο να γυρίζει τα πράγματα πίσω και να ξανα-αρπαζόματσε και φτου κι απ’ την αρχή. Σίσυφοι της κλισέ νηπιακής πολιτικής σκέψης που αρνείται να ενηλικιωθεί, να αυτοξεπεραστεί, να πρωτοτυπήσει. Δεν καταλαβαίνουμε πως ένας προοδευτικός (καημένε μου) που κόλλησε στο ’80 είναι, πια, εξ αντικειμένου συντήρα και φορμόλη κι όποιος παντρεύτηκε μιαν εποχή χάνει όλες τις επόμενες;
Θα πεις: Ναι, ισχύει. Διότι δεν παράγεται πια σκέψη και έχουν ατονήσει οι προφήται και οι διανοούμενοι έχουν κάπου αποσυρθεί, οπότε θα ακούς συνοικιακά κλισέ και παπάντζες από δω και πέρα – όλα εκείνα που λέγαμε κάποτε με πάθος και προδόθηκαν πολλαπλώς, χλώμιασαν, και δεν εκπροσωπούνται από κανέναν. Οπως συνέβη σχεδόν σε κάθε γενιά που πίστεψε πως είναι Λαμποργκίνι και αποδείχτηκε Ζάσταβα. Πάλι καλά, δηλαδή, που επιβιώσαμε, από καθαρή τύχη, ή επειδή θυσιάστηκαν κάποιοι άνθρωποι για χάρη μας και δεν θα τους το αναγνωρίσουμε ποτέ. Αγνωμοσύνη, ή έλλειψη αγωγής απ’ το σπίτι, που δεν μας δίδαξε αυτογνωσία, παρά μόνο το ότι για όλα φταίνε πάντα κάποιοι άλλοι, ακόμα και για το ότι δεν μπορείς να κόψεις το φαΐ, είναι νωχελής, ή δεν έχεις τις γάμπες της Νικόλ Κίντμαν. Και θες εκδίκηση.
Πολλοί άνθρωποι θέλουν εκδίκηση. Για ποιο λόγο; Από ποιον; Από ποιους; Δεν έχει σημασία, διότι κάποιος φταίει που δεν τα κατάφεραν στον βαθμό που δικαιούνταν βάσει της αυτοεικόνας που είχαν δημιουργήσει. Συχνά, δηλαδή, εκκινούν από μια σχετική, ή ανάλογη αφετηρία που μπλέκεται και με κάποια ιδεολογία κι εκεί αρχίζει το κακό το μπέρδεμα. Η φλου σκέψη, τα κλισέ, οι χαμηλές πτήσεις – δηλαδή δεν μπορεί τώρα ένας καλός συζητητής του ‘80, να σου λέει πως έχουνε δίκιο οι Ρώσοι που εισέβαλαν, ή, αφού υπεράσπισε στη ζωή του τον Λαμπράκη, τον Κένεντι, τον Κινγκ, να σου λέει τώρα, αίφνης, πως έφταιγε και ο συντηρητικός Κερκ που δολοφονήθηκε με μια σφαίρα στον λαιμό. Να σχετικοποιεί τόσο ανάλγητα και επιλεκτικά το έγκλημα.
Εντάξει, ρε μεγάλε. Συμφωνούμε. Ο Κερκ έλεγε ανοησίες, συντηρητικούρες, υπερβολές, για διάφορα θέματα. Είχε διαφορετικές απόψεις από μας – έ, και; Αυτό τι σημαίνει; Και η οικογένεια Κένεντι δεν αποτελούνταν από καθόλου καλά κουμάσια (γράφει αναλυτικά ο Τζέιμς Ελρόι) πολύ περισσότερο, δε, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ που υπήρξε βαθύτατα ανήθικο μούτρο και είχε πολύ ύποπτες σχέσεις με τους Σοβιετικούς της εποχής – ναι, αλλά αυτό τι σημαίνει; Πως έπρεπε να τους σουβλίσουν; Πάλι τα ίδια και ίδια, θα πεις φίλε. Πάλι γυρίζουμε στην αλφαβήτα. Πάλι μας ρωτούν για τα απαντημένα εδώ και δεκαετίες, και πάλι πρέπει να ξαναγινόμαστε έξαλλοι με εξαντλημένα θέματα, τελειωμένα. Σαν να ακούμε παλιά, απλοϊκά ανέκδοτα με τον Μπόμπο να σερβίρονται ως σύγχρονη σκέψη.
Να, όμως, που βγαίνει πάλι ο άλλος και σου ξαναλέει πως υπάρχουνε καλές και κακές δολοφονίες και μπορεί το κάθε εικοσάχρονο τσόλι να απονείμει δικαιοσύνη αγοράζοντας ένα τουφέκι με διόπτρα απ’ το Ιντερνετ λες και αγοράζει χορτοκοπτικό κήπου. Μπορεί να δολοφονεί εν ψυχρώ ο κάθε ημιπιτσιρικάς και να κρίνεται ή να επαινείται, ανάλογα από το αν μας αρέσει εκείνος τον οποίο σκότωσε. Και να γυρνούμε σε απαντημένα ερωτήματα και να θέλουμε πάλι να λούσουμε την αρκούδα χωρίς να βραχεί η γούνα της κάτι που δοκιμασμένα έχει αποτύχει.
Ακατανόητο. Είχε, λέει, ο (εκάστοτε) Κερκ διχαστικό λόγο. Μα κάθε λόγος είναι κατά βάθος διχαστικός, ακόμα και ο πιο ήπιος, κάθε λόγος είναι διαφορετική αξίωση εξουσίας και ακόμα και ο πιο ενωτικός εξυπονοεί ενότητα υπό την κυριαρχία κάποιου. Ετσι παίζεται πάντα το δημοκρατικό παίγνιο και δεν γίνεται αλλιώς. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να πάρουμε τα αλυσοπρίονα και να σκοτωθούμε; Και να βγαίνει το κάθε τσουτσέκι και να δικάζει και να πυροβολεί και να εξοντώνει παριστάνοντας τον δήθεν επαναστάτη της Γιούτας – ίσα, ρε, φλώρε των γκέιμς και του φυστικοβούτυρου που αίφνης έγινες κι εσύ κατσαπλιάς του φαντασιακού και ήρωας της αμερικάνικης παράνοιας με τα όπλα και με τις κωλοδιόπτρες. Περισσότερο από όλα, δε, όλα αυτά κιτς γιατί ο σκατόφλωρος μπέρδεψε το εκλεπτυσμένο κι αξιοσέβαστο «Μπέλα τσιάο» με τα χονδροειδή γουέστερν της γενιάς του.
Πάλι τα ίδια – δεν γλιτώνουμε, Αταμάν. Φτάνει που, στις ΗΠΑ και σε άλλες μπανανίες κυνηγούν αποτελεσματικά το κάπνισμα, αλλά καταπίνουν αμασητί την κάμηλο των όπλων. Είναι λαοί με προτεραιότητες – δεν μπορείς να πεις. Σε λίγο θα απαγορεύσουν και τον βελονισμό στους σκαντζόχοιρους.
(Αταμάν, Αταμάν, τα λαχανικά χαλάν, στα ψυγεία δεν βαστάν).







