Οι μαζικές εκροές ψηφοφόρων είναι ασυνήθιστες εάν δεν προκύψουν έκτακτα γεγονότα. Σε μια εποχή κανονικότητας για να διαμορφωθεί ένα σκηνικό πολιτικής αλλαγής αρκούσε η μετακίνηση 3-4 ποσοστιαίων μονάδων από τον πρώτο στον δεύτερο. Κάπως έτσι είχαν κριθεί οι διαδοχικές κάλπες το 1989-90, το 1993, το 2004. Ακόμη και το 2009 οι μετακινήσεις από τη ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ κινήθηκαν σε αυτό το εύλογο επίπεδο – η μεγάλη «ψαλίδα» προέκυψε λόγω της κατάρρευσης της ΝΔ που έβλεπε τους ψηφοφόρους της να φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση. Από τον κανόνα ξεφεύγει μόνον το 1981 που καταγράφεται από κάθε ειδικό ως εκλογική τομή που συνοδεύθηκε από μια ριζική αλλαγή στην εκλογική βάση, διαμορφώνοντας ένα διπολικό σύστημα για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Το φαινόμενο των μαζικών εκροών χωρίς η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα να αποτελεί το κύριο ζητούμενο, ουσιαστικά καταγράφηκε στα χρόνια του Μνημονίου – σε ελάχιστο χρόνο τα δύο μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης αποστεώθηκαν μπροστά σε μια πρωτοφανή μετακίνηση ψηφοφόρων τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ, ακόμη και τη Χρυσή Αυγή. Δεκαπέντε χρόνια έπειτα από αυτές τις σεισμικές αλλαγές, παραμένει ζητούμενο εάν η πολιτική σκηνή έχει επανέλθει σε μια φάση κανονικότητας. Η ΔΕΘ του 2025, με τη ΝΔ στην κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα μπορούσε να αποτελεί την αφετηρία για μια επιστροφή στο κλασικό μεταπολιτευτικό μοντέλο, αλλά αναλυτές, εκλογολόγοι και βουλευτές, διατηρούν τις αμφιβολίες τους. Ο προβληματισμός σε πολλά πολιτικά γραφεία ότι ο δρόμος της επιστροφής μπορεί να οδηγεί σε ένα σκηνικό ανάλογο με εκείνο που αναδείχθηκε στις πρώτες κάλπες του 2012, με τον πολυκερματισμό σε όλο τον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς, είναι διάχυτος.  Το πρώτο εξάμηνο του 2026 η εικόνα αναμένεται να αποκρυσταλλωθεί και πιθανότητα θα γνωρίζουμε εάν η ΝΔ ακολουθεί χωρίς πισωγυρίσματα μια πορεία ανάκαμψης κι αν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει νέα εδάφη. Διαφορετικά, κάποιοι θα σπεύσουν να καλύψουν τους ελεύθερους χώρους – η Φύση, άλλωστε, απεχθάνεται το κενό.

Είναι σαφές και από τις πρώτες μετρήσεις ότι τα «πακέτα» της ΔΕΘ και η γενικότερη εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη, έβαλαν ένα τέλος στον καλοκαιρινό κύκλο της φθοράς. Το νέο ζητούμενο είναι εάν ο ζωτικός χώρος για την κυβέρνηση μπορεί να μεγαλώσει τόσο, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια επάνοδο στο κλίμα πολιτικής κυριαρχίας του 2019 και του 2023. Ακόμη και στο πρωθυπουργικό επιτελείο αναγνωρίζουν ότι με ποσοστά πέριξ του 25% μπορεί να έχεις τον πρώτο λόγο, αλλά πολιτικά κυρίαρχος δεν είσαι – κυρίως στα μάτια της κοινωνίας. Στη βάση του νέου σχεδιασμού, η ομογενοποίηση του γαλάζιου χώρου αντιμετωπίζεται από το Μαξίμου ως προαπαιτούμενο – και για την προσπάθεια επιστρατεύθηκε από χθες και ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.

Η κίνηση προφανώς επιβλήθηκε και από την ανάγκη που δημιούργησε η απώλεια του Απόστολου Βεσυρόπουλου. Αλλά, μεταξύ άλλων που ανέβηκαν στη «ζυγαριά» του Μητσοτάκη, ο Χαρακόπουλος κρίθηκε ως επιλογή ασφαλείας για τον συντονισμό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ. Ενας βουλευτής από τον πυρήνα των μητσοτακικών θα ενίσχυε τον εσωκομματικό διαγκωνισμό, σε μια φάση που ο Αντώνης Σαμαράς μετράει τις επόμενες κινήσεις του και ο Κώστας Καραμανλής τραβάει διαχωριστικές γραμμές απέναντι στις επιλογές του Μητσοτάκη. Ο Χαρακόπουλος μπορεί να μη βρήκε θέση σε κανένα κυβερνητικό σχήμα από το 2019, αλλά αυτή την ώρα δείχνει απαραίτητος. Μιλάει με όλες τις γαλάζιες ομάδες και προβάλλει ακόμη ως εύσημο την παραίτησή του από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το μακρινό 2013, για τον χρόνο διάρκειας του φρέσκου γάλακτος. Το δικό του μήνυμα είναι ότι δεν υπήρξε κυνηγός αξιωμάτων. Με αναφορές στον ιδρυτή Κωνσταντίνο Καραμανλή, δηλώνει έτοιμος να συνδράμει στο νομοθετικό έργο της κυβέρνησης, σε «κλίμα ενότητας και δημιουργικής συμμετοχής». Συνεπώς, οι τυχόν αλλαγές στα επόμενα νομοσχέδια, κατόπιν υποδείξεων της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, θα δείξουν εάν θα μακροημερεύσει στη νέα θέση.