Είναι εύκολο να κοροϊδεύουμε γενικώς τους Γάλλους επειδή κάθε τόσο βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν, επειδή ψηφίζουν μαζικά το κόμμα της Λεπέν ή, το χειρότερο απ’ όλα, επειδή θέλουν να βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Υπάρχουν όμως λόγοι για όλα αυτά. Δεν είναι απλώς οι Γάλλοι «χαϊδεμένοι», όπως θα ήθελε ένα μάλλον απλουστευτικό αφήγημα. Έχουν ευθύνες συγκεκριμένοι πολιτικοί. Κι αν ο έλληνας Πρωθυπουργός εξέφραζε την ικανοποίησή του το περασμένο Σαββατοκύριακο επειδή «η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία», ορισμένα κοινά του σημεία με τον πρόεδρο Μακρόν μπορεί να φέρουν σύντομα κι εκείνον σε ανάλογη θέση.

«Πιστεύω στον συμβιβασμό», τόνισε προχθές ο Φρανσουά Μπαϊρού στην τελευταία του ομιλία ως πρωθυπουργoύ. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει πράγματι την προσωπικότητά του εδώ και σαράντα χρόνια. Και τότε γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι τους τελευταίους εννιά μήνες; Γιατί ήταν τόσο αδιάλλακτος στο θέμα της ηλικίας συνταξιοδότησης; Γιατί δεν έκανε την παραμικρή διαβούλευση με τα άλλα κόμματα για τον προϋπολογισμό, παρόλο που ηγούνταν μιας κυβέρνησης μειοψηφίας; Γιατί αρνήθηκε να συζητήσει τις προτάσεις των σοσιαλιστών για φορολογία του μεγάλου πλούτου ή των πολυεθνικών; Γιατί έπαιξε τη θέση του, και τη σταθερότητα της χώρας του, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης; Αλαζόνας είναι ή ανόητος; Ή μήπως πιστεύει ότι με τη στάση αυτή πλασάρεται καλύτερα ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027;

Αλλά το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι. Πατέρας της σημερινής πολιτικής και δημοσιονομικής κρίσης είναι ο Εμανουέλ Μακρόν, γράφει ο ιδρυτής της Libération Σερζ Ζιλί. Όχι μόνο επειδή εκείνος, με έναν πολύ στενό κύκλο συνεργατών που μπορεί και να εξαντλείται στη σύζυγό του, έλαβε τον Ιούνιο του 2024 την αψυχολόγητη απόφαση να διαλύσει τη Βουλή. Αλλά και επειδή έκτοτε δεν επέδειξε καμιά αποφασιστικότητα, δεν ακολούθησε καμιά στρατηγική, δεν έκανε τίποτα για να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Ο Ζιλί λέει ότι κατά βάθος τον ενδιαφέρει περισσότερο η διπλωματία και ότι το μισό του μυαλό βρίσκεται στην Ουκρανία. Μα κι εκεί χρειάστηκε να αναλωθεί επί μήνες σε πολύωρες τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Πούτιν για να καταλάβει επιτέλους με τι άνθρωπο έχει να κάνει.

Ακόμη και τώρα έχει λύσεις. Θα μπορούσε να έχει δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν σοσιαλιστή, κατά προτίμηση τον «υπεράνω πάσης υποψίας» Ραφαέλ Γκλικσμάν. Θα μπορούσε να προκηρύξει δημοψήφισμα για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, υπέρ της οποίας είχε ταχθεί το 2022. Όμως ο Μακρόν δεν είναι Ντε Γκωλ. Και δεν μπορεί να πλησιάσει ούτε τον Μιτεράν.

Ο γάλλος πρόεδρος δεν στερείται ασφαλώς πολιτικών ικανοτήτων, κάθε άλλο. Έχει αυτοπαγιδευτεί όμως στο πεδίο της μικροπολιτικής. Μεθυσμένος από την εξουσία, έχει ξεχάσει το όραμα. To ίδιο δείχνει να έχει πάθει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όσο κι αν το αρνείται, τον έχει στοιχειώσει η προοπτική της τρίτης θητείας. Με τι στόχο;