Ηταν 13 Οκτωβρίου του 2022, μόλις τρεις ημέρες πριν από το 20ό συνέδριο του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος που έμελλε να χρίσει τον Σι Τζινπίνγκ κόκκινο αυτοκράτορα, χαρίζοντάς του και τρίτη θητεία – το όριο των δύο είχε φροντίσει ο ίδιος να το καταργήσει. Τα μέτρα ασφαλείας στο Πεκίνο ήταν αυξημένα, οι Αρχές είχαν προειδοποιήσει διαφωνούντες και ακτιβιστές να μείνουν στα σπίτια τους.
Παράλληλα, είχαν επιβάλει φραγή εισερχομένων στα τηλέφωνά τους. Η κυβέρνηση εφάρμοζε ούτως ή άλλως μια πολιτική «μηδενικής Covid», είχε ενισχύσει ωστόσο περαιτέρω τους ελέγχους, ώστε να διασφαλίσει πως το συνέδριο δεν θα επηρεαζόταν με κανέναν τρόπο από την πανδημία: όποιος έφτανε στο Πεκίνο υποβαλλόταν υποχρεωτικά σε δύο τεστ PCR μέσα σε τρεις ημέρες, με εντολή να παραμείνει κλεισμένος στο κατάλυμά του μέχρι να βγει και το δεύτερο αρνητικό.
Και ξαφνικά, εκείνη την ημέρα, ένας άνδρας κρέμασε δύο πανό από μια γέφυρα στο Πεκίνο. «Οχι τεστ Covid αλλά φαγητό, όχι ελέγχους αλλά ελευθερία, όχι ψέματα αλλά αξιοπρέπεια, όχι πολιτιστική επανάσταση αλλά μεταρρυθμίσεις, όχι ηγέτη αλλά κάλπες, μην είστε σκλάβοι αλλά πολίτες», έγραφε το ένα. «Φοιτητές, εργαζόμενοι, λαέ, καθαιρέστε τον δικτάτορα Σι Τζινπίνγκ», έγραφε το άλλο.
Ο δράστης άναψε μάλιστα και μια μικρή φωτιά, πάνω στη γέφυρα, στέλνοντας στον ουρανό έναν πυκνό μαύρο καπνό ενώ χρησιμοποίησε και ένα μεγάφωνο, ώστε να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερη προσοχή. Συνελήφθη, φυσικά, με συνοπτικές διαδικασίες. Και κανείς δεν έμαθε ποτέ επισήμως ούτε ποιος ήταν, ούτε τι απέγινε. Λένε πως ονομαζόταν Πενγκ Λίφα, και ήταν φυσικός, ερευνητής στον τομέα του ηλεκτρομαγνητισμού.
Είναι πάντως περισσότερο γνωστός ως «Άνθρωπος της γέφυρας», θύμισε άλλωστε σε πολλούς τον «Άνθρωπο του τανκ», εκείνο τον άγνωστο που φωτογράφισε ο Στιούαρτ Φράνκλιν στις 4 Ιουνίου του 1989 στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου, να στέκεται μπροστά σε μια φάλαγγα από τανκς, κλείνοντάς τους τον δρόμο: ούτε κι αυτός ξέρουμε ποιος ήταν, ούτε κι αυτός γνωρίζουμε τι απέγινε, αν σώθηκε ή αν εκτελέστηκε.
Ηταν 29 Αυγούστου του 2025, μόλις τέσσερις ημέρες πριν από τη μεγάλη διαδήλωση που διοργάνωσε ο Σι Τζινπίνγκ στο Πεκίνο με πρόσχημα την 80ή επέτειο από τη νίκη της Κίνας επί της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ρολόι έδειχνε 10 το βράδυ όταν ξαφνικά, συνθήματα κατά του καθεστώτος άρχισαν να προβάλλονται πάνω σε έναν ουρανοξύστη στην Τσονγκτσίνγκ, μία πόλη 31 εκατομμυρίων στη νοτιοδυτική Κίνα.
«Η ελευθερία δεν είναι δώρο, πρέπει να τη διεκδικήσουμε», έλεγε το ένα. «Μια νέα Κίνα μπορεί να έρθει μόνο όταν δεν θα υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα», το δεύτερο. «Οχι άλλα ψέματα, θέλουμε την αλήθεια. Οχι άλλη σκλαβιά, θέλουμε ελευθερία», το τρίτο. «Οσοι αρνείστε να είστε σκλάβοι, ξεσηκωθείτε. Αντισταθείτε για να διεκδικήσετε τα δικαιώματά σας. Ανατρέψτε τον κόκκινο φασισμό. Ανατρέψτε την τυραννία του Κομμουνιστικού Κόμματος», το τέταρτο.
Η αστυνομία χρειάστηκε 50 λεπτά για να καταλάβει από πού γινόταν η προβολή – ένα γειτονικό ξενοδοχείο – και να την τερματίσει. Λίγες ώρες αργότερα, ο δράστης δημοσιοποίησε ένα βίντεο που έδειχνε πέντε αστυνομικούς να εισβάλλουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, να σπεύδουν στο παράθυρο και να εντοπίζουν τον προτζέκτορα κρυμμένο πίσω από μια μισοτραβηγμένη κουρτίνα: ενόσω τέσσερις από αυτούς προσπαθούσαν να τον κλείσουν, ένας άλλος αστυνομικός έδειξε με έκπληξη μια κάμερα παρακολούθησης που ήταν στραμμένη προς το μέρος τους…
Η κάμερα έπιασε και μια χειρόγραφη επιστολή που απευθυνόταν στην αστυνομία, πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι: «Ακόμα και αν σήμερα είστε οι ωφελημένοι του συστήματος, κάποια μέρα αναπόφευκτα θα γίνετε θύματα σε αυτή τη γη», έγραφε. «Γι’ αυτό, παρακαλώ, να φέρεστε στους ανθρώπους με ευγένεια». Ο δράστης φρόντισε να τη διαδώσει και αυτή στο Διαδίκτυο.
Η πράξη του ήταν και διαμαρτυρία και περφόρμανς, που καταγράφηκε σε πραγματικό χρόνο. Ολοκληρώθηκε την επομένη, με την κυκλοφορία μιας εικόνας από κάμερα παρακολούθησης, που έδειχνε αστυνομικούς να ανακρίνουν τη γηραιά, καμπουριασμένη μητέρα του μπροστά στο σπίτι της σε κάποιο χωριό.
Αυτή τη φορά, ξέρουμε και το όνομά του και την τύχη του. Ονομάζεται Σι Χονγκ, είναι 43 χρόνων, έτσι ταυτοποιήθηκε ο ίδιος και στους λονδρέζικους Times και στους New York Times όπου έδωσε ήδη συνεντεύξεις. Βρίσκεται κάπου στη Βρετανία μαζί με τη σύζυγο και τις κόρες του, είχαν φύγει για το Λονδίνο εννέα ημέρες πριν από τη διαμαρτυρία – περφόρμανς του, αφού πρώτα τα ετοίμασε όλα: νοίκιασε το δωμάτιο στο ξενοδοχείο, είπε στο προσωπικό πως δεν θέλει room service, έστησε τον προτζέκτορα, τον δοκίμασε με κάτι αθώα συνθήματα του τύπου
«Να είστε χαρούμενοι», και την ώρα που ήθελε, τα ενεργοποίησε όλα με τηλεχειρισμό. Δεν είναι θαρραλέος, είπε στα δυτικά Μέσα. Ηθελε απλώς να εκφραστεί. Η κινεζική αστυνομία συνέλαβε έναν αδελφό και έναν φίλο του. Η οικογένειά του νόμιζε ότι απλώς φεύγουν για λίγες ημέρες διακοπές.
Ανθρώπους όπως αυτός, είναι να τους θαυμάζεις. Ανθρώπους, πάλι, όπως οι συμπατριώτες μας που εκστασιάζονται με τις επιδείξεις ισχύος του Σι και των συντρόφων του, στο Πεκίνο και αλλού, είναι να τους φοβάσαι.







