Από όλα τα φεστιβάλ κινηματογράφου που επισκέπτομαι εδώ και περίπου 32 χρόνια, θεωρώ ότι εκείνο της Βενετίας είναι το ιδανικό για περίπατο. Παντού πράσινο, παντού θάλασσα και εξαιρουμένου του θορύβου που (αναπόφευκτα) προκαλεί το φεστιβάλ κινηματογράφου, παντού ησυχία. Για την ακρίβεια, το Λίντο είναι ένα από τα πιο ήσυχα κοσμοπολίτικα μέρη που έχω ποτέ επισκεφτεί.

Συνεπώς, κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να πάω σε κάποιο σημείο του Λίντο για δουλειά, επιλέγω το περπάτημα και όχι κάποιο από τα λεωφορεία, εκτός και αν ο χρόνος είναι πολύ πιεστικός. Να πω εδώ ότι στο συγκεκριμένο φεστιβάλ πάρα πολύς δημοσιογραφικός (και όχι μόνο) κόσμος επιλέγει να κινείται με ποδήλατο, αν και εγώ, παρότι ξέρω να οδηγώ ποδήλατο, δεν το προτιμώ.

Εναν μεγάλο περίπατο λοιπόν έκανα την περασμένη Κυριακή όταν χρειάστηκε να πάω στο ξενοδοχείο Hungaria στη λεωφόρο Σάντα Μαρία Ελιζαμπέτα για μια συνέντευξη με τον ιταλό σκηνοθέτη Τζιανφράνκο Ρόσι.

Περπάτησα από την κεντρική οδό, τη Lungomare, στην οποία βρίσκονται οι χώροι του φεστιβάλ, προς τη λεωφόρο Σάντα Μαρία Ελιζαμπέτα που διασταυρώνεται μαζί της. Στρίβοντας αριστερά με κατεύθυνση τον κεντρικό λιμενικό σταθμό του Λίντο, σε μια απόσταση επτά – δέκα λεπτών βρίσκεις στο αριστερό σου χέρι το Hungaria. Και σε αυτήν ακριβώς τη διασταύρωση, Lungomare – Santa Maria Elisabetta, βρίσκεται ένα από τα πιο θρυλικά ξενοδοχεία, αν όχι του κόσμου, σίγουρα της Ευρώπης. Το εδώ και χρόνια παρατημένο ξενοδοχείο De Bains.

Οταν το 1999 ήρθα για πρώτη φορά στο φεστιβάλ Βενετίας, το ξενοδοχείο De Bains, όχι απλώς λειτουργούσε αλλά ήταν το ξενοδοχείο στο οποίο είχα μείνει!

Θα λειτουργούσε για αρκετά ακόμα χρόνια (και θα έμενα εκεί μια ακόμα χρονιά), μέχρι το 2010 όταν ξαφνικά έπαψε να λειτουργεί.

Τι είχε συμβεί. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, η Est Capital, είχε την ιδέα να μετατρέψει αυτό το μνημείο πολιτισμού σε κτίριο πολυτελών διαμερισμάτων.

Απ’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, για κάποιους λόγους, τα σχέδια αυτής της ανακαίνισης δεν προχώρησαν. Οπότε τι έγινε; Το ξενοδοχείο, απλώς, παρέμενε κλειστό. Ανοιγε σε ειδικές περιστάσεις, όπως για παράδειγμα τη φιλοξενία κάποιων εκθέσεων στο πλαίσιο της Μπιενάλε.

Εχω ζήσει όμορφες στιγμές στο De Bains, στιγμές που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ όταν έφηβος ανακάλυπτα αυτό το κτίριο στην ταινία «Θάνατος στη Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι, την αριστουργηματική μεταφορά του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Τόμας Μαν.

Εκεί θυμάμαι τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να μου εξομολογείται στην είσοδο ότι είχε κόψει το τσιγάρο. Εκεί το 1999 είχα κάνει συνέντευξη με τον Μάικ Λι για την ταινία «Topsy Turvy». Εκεί αργότερα είχα συναντήσει τον Γούντι Αλεν για το «Ονειρο της Κασσάνδρας», τον Αντονι Χόπκινς για το «Ανθρώπινο στίγμα».

Εχω συναντήσει και άλλους επωνύμους, για τους οποίους, όμως, θα πρέπει να αναζητήσω πληροφορίες στο αρχείο μου καθότι είναι τόσο πολλοί που δεν τους θυμάμαι απ’ έξω.

Εχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που η λειτουργία του De Bains διεκόπη και κάθε φορά που περνώ απ’ έξω θλίβομαι βλέποντας το λουκέτο στην πόρτα της εισόδου. Μάλιστα, η θλίψη μου ήταν τέτοια που όταν παλαιότερα έπρεπε να περάσω απ’ έξω επέλεγα το απέναντι πεζοδρόμιο και δεν κοίταζα προς τη μεριά του.

Πώς είναι δυνατόν το ξενοδοχείο του «Θανάτου στη Βενετία» να μην υφίσταται πλέον λειτουργικά; Πώς είναι δυνατόν ο κόσμος να μην έχει πρόσβαση στην αίθουσα Βισκόντι που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του κορυφαίου σκηνοθέτη που το αξιοποίησε τόσο αποτελεσματικά απαθανατίζοντάς το σε μια ταινία που, ειρωνικά, παρά τον μακάβριο τίτλο της, δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ;

Ισως όμως τελικά να ταιριάζει εδώ  η γνωστή ρήση κάθε εμπόδιο για καλό. Τα νεότερα λένε ότι φέτος αποφασίστηκε μια συμφωνία ανάμεσα στους νυν ιδιοκτήτες για την αναβίωση του Grand Hôtel des Bains, με στόχο την επαναφορά του στην παγκόσμια τουριστική σκηνή.

Διαβάζω ότι θα γίνουν επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την αποκατάστασή του.

Μακάρι. Αλλά το μεγαλύτερο «μακάρι» μου είναι να μη χαθεί η αρχιτεκτονική του ταυτότητα.