Στις διακοπές νομίζω ότι κάτι πρέπει να διακόπτουμε και να επιδιώκουμε μια παρέκβαση στην καθημερινότητα της χρονιάς. Παρέκβαση είναι όταν αφήνεις τον δρόμο που σε πάει στον γάμο και παραστρατίζεις στα χωράφια με τα πουρνάρια· αφού ολοκληρώσεις την εμπειρία σου στα πουρνάρια επιστρέφεις στον αρχικό δρόμο για να πας στον γάμο. Ο τρόπος, λοιπόν, που αντιλαμβάνομαι την έκφραση «αφήνουμε τον γάμο και πάμε για πουρνάρια» δεν ταυτίζεται με τις περιπτώσεις που παραβλέπουμε μια σοβαρή σημαντική εργασία για να καταπιαστούμε με κάτι παρακατιανό· εν προκειμένω, τα πουρνάρια αποτελούν ουσιαστικό μέρος της συνολικής εμπειρίας μας στη ζωή.
Στη δεκαετία του ’80 είχαν ρωτήσει κάποιον μπον βιβέρ και οιονεί πλέι μπόι «Εσείς πού θα πάτε διακοπές, κύριε Χ;» κι εκείνος αποκρίθηκε πολύ εύστοχα «Τι να διακόψω, κούκλα μου;». Στην περίπτωση του μπον βιβέρ, λοιπόν, το νόημα των διακοπών ως παρέκβασης θα αφορούσε την απόκτηση της εμπειρίας «εργάζομαι καθημερινά», έστω για έναν μήνα, με ωράριο και χειροπιαστό προϊόν, π.χ. να καθαρίζω ένα εστιατόριο και να το προετοιμάζω ώστε να υποδεχτεί πελάτες, να φτιάχνω κάποια κεραμικά, να μαζεύω κεράσια ή ροδάκινα ή να αναλάβω να διδάξω θερινά φροντιστήρια σε γειτονιές με φτωχόπαιδα και άλλα τέτοια ελαφράς έντασης καθήκοντα, που δεν έχουν πηλοφόρι και μυστρί.
Το ελληνικό καλοκαίρι και οι διακοπές περιέχουν αρκετή ευτέλεια, η οποία εν μέρει αφορά την εμπορική φολκλοροποίηση της τοπικής ταυτότητας μέσα από τα πανηγύρια, τη μαζικοποίηση της διασκέδασης των επισκεπτών, με τους ντόπιους σε ρόλους εισπράκτορα και βουμολγού, δηλαδή αρμεχτή. Υποστηρίζω αμέριστα τον εξευγενισμό των αγροίκων ιθαγενών συμπολιτών μας, ώστε να πάψουν να θεωρούν ότι προκαλούν ρίγος στους ξένους ως ατραξιόν. Ας γίνουν οι καλοκαιρινές διακοπές μια παρέκβαση για την απόκτηση επαγγελματικών τρόπων προς όλους τους συνεργάτες ή πελάτες μας με απώτερο σκοπό να αναβαθμίσουμε την κοινή ζωή και τη συνύπαρξή μας καθ’ όλη τη χρονιά. Νομίζω, μάλιστα, ότι αν πάψουμε τα καραγκιοζιλίκια με τα συρτάκια και τους ζορμπάδες θα είμαστε και πιο αξιοσέβαστοι.
Η ευτέλεια που προανέφερα αφορά σε μεγάλο μέρος και τις υποχρεώσεις μας προς τα παιδιά. Προσωπικώς είναι πιθανόν να μην μπορώ να αντιληφθώ τη δυσκολία των νέων γονέων απέναντι σε αυτό που θα προτείνω· αντί να λαδωνόμαστε επί ώρες στις ξαπλώστρες πίνοντας φρέντο και συζητώντας ανούσιες λεπτομέρειες του βιδιανού, του single malt, του μπαρ, της ταβέρνας, του σκάφους ή της ναζιάρας μιλφ, να δείξουμε στα παιδιά μας την υποχρέωση, που έχουν απέναντι στον εαυτό τους πρωτίστως, να διαβάζουν ένα διήγημα, ένα ποίημα ή έστω μια σελίδα από έντυπα βιβλία παλαιότερων ελλήνων πεζογράφων ή ποιητών και να τα συζητάνε μαζί σας το απόγευμα πριν από το βραδινό. Αν δεν θέλετε να διαβάζετε ούτε εσείς, ακούστε μαζί τους ένα υπέροχο τραγούδι της ελληνικής δισκογραφίας, όχι απαραιτήτως στίχους του Αλκη Αλκαίου (1949-2012), αλλά του Βαγγέλη Γκούφα (1925-2016), του Νίκου Γκάτσου (1911-1992) ή της Λίνας Νικολακοπούλου (γεν. 1957) και του Λευτέρη Παπαδόπουλου (γεν. 1935), σε μουσικές διαχρονικές του Σταύρου Ξαρχάκου (γεν. 1939), του Μάνου Λοΐζου (1937-1982), του Γιάννη Μαρκόπουλου (1939-2023) ή του Γιάννη Σπανού (1934-2019).
Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός πλούτος τους είναι τεράστιος, και πλέον δυσεύρετος, τα ποιοτικά οφέλη ανυπολόγιστα από την επαφή των παιδιών σας με αυτά τα ευγενικά λόγια και με αυτές τις σπάνιες μελωδίες. Οι αναφορές μου στους παραπάνω δημιουργούς είναι ενδεικτικές· εσείς εμπνευστείτε από τα εξαιρετικά ντοκιμαντέρ «100 χρόνια ελληνικής δισκογραφίας» που παρουσιάζει η Χάρις Αλεξίου (γεν. 1957) στην κρατική τηλεόραση. Κάντε κάτι διαφορετικό σε αυτές τις διακοπές σας· αφήστε την καλή αλλοίωση της μουσικής, της ποίησης και της λογοτεχνίας να σας αναβαθμίσει, επιτρέποντάς της να κάνει μια βόλτα στις αισθήσεις σας. Ο ζόφος και η κόπρος μάς έχουν καταπνίξει.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ







