Με την ανακοίνωση της διακοπής των πολεμικών επιχειρήσεων για 10 ώρες καθημερινά – από τις 10 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ σε μια συγκεκριμένη ζώνη και «μέχρι νεωτέρας» – επιχειρεί η κυβέρνηση του Ισραήλ να απαντήσει στις διογκούμενες διεθνείς αντιδράσεις για την κατάσταση που επικρατεί στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς ολοένα περισσότεροι κατηγορούν την κυβέρνησή του για λιμοκτονία και γενοκτονία των παλαιστινίων κατοίκων της. «Η συνέχιση του πολέμου στη Γάζα ντροπιάζει το Ισραήλ», σημείωνε χαρακτηριστικά ο “Economist”, ενώ η “Wall Street Journal” εκτιμούσε πως «η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα βοηθά μόνο τη Χαμάς».

Χθες, πάντως, οι πληροφορίες από την περιοχή ανέφεραν την είσοδο στη Λωρίδα αρκετών δεκάδων φορτηγών με ανθρωπιστική βοήθεια, που παρέμεναν επί μέρες εγκλωβισμένα έξω από τα σύνορα. Σχεδόν ταυτόχρονα, αεροσκάφη από την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προχώρησαν επίσης σε ρίψεις κιβωτίων με 25 τόνους τροφίμων, φαρμάκων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης – για να ακολουθήσουν χαοτικές σκηνές, καθώς χιλιάδες έσπευσαν για να διασφαλίσουν έστω και μια κονσέρβα ή ένα σακί αλεύρι. Ολα αυτά, όμως, είναι πολύ λίγα και έρχονται πολύ αργά.

Τι λένε τα στοιχεία

Ηδη, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας στη Γάζα, ο επίσημος αριθμός των νεκρών λόγω υποσιτισμού από την αρχή του πολέμου έχει φτάσει τους 133, με πάνω από τους μισούς να έχουν πεθάνει στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων (σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι 65 μόνο τον Ιούλιο, εκ των οποίων 24 παιδιά κάτω των 5 ετών). Οι πάντες γνωρίζουν δε ότι τα πραγματικά δεδομένα είναι πολύ χειρότερα – όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των συνολικών απωλειών, που ξεπερνούν κατά πολύ τον αριθμό των 59.000 που δίνεται επισήμως. Δεν είναι τυχαίο ότι το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) ανέφερε πως το ένα τρίτο των δύο περίπου εκατομμυρίων κατοίκων της Γάζας δεν έχει φάει «εδώ και μέρες».

Επίσης, σε ανακοίνωση που εξέδωσαν την Παρασκευή, οι Γιατροί του Κόσμου αναφέρουν ότι τουλάχιστον ένα στα τέσσερα παιδιά και έγκυες γυναίκες στη Λωρίδα υποσιτίζονται και αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους, κάνοντας παράλληλα λόγο για «σκόπιμο λιμό που προκαλείται από τις ισραηλινές Αρχές». Από την πλευρά της, η Oxfam αναφέρει πως «οι θανάσιμες ρίψεις από αέρος και μερικά φορτηγά δεν πρόκειται να αντιστρέψουν την κατάσταση που έχουν δημιουργήσει μήνες στοχευμένης λιμοκτονίας», απαιτώντας «άμεσο άνοιγμα όλων των συνοριακών διαβάσεων, για να υπάρξει ολοκληρωμένη και ασφαλής διανομή της βοήθειας σε ολόκληρη τη Γάζα, καθώς και οριστική εκεχειρία».

Αντιδράσεις για τη 10ωρη εκεχειρία

Σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε άλλο παρά εγγυημένη μπορεί να θεωρηθεί η διατήρηση αυτού του «διαδρόμου ζωής» για τις επόμενες μέρες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαπραγματεύσεις για εκεχειρία και απελευθέρωση των ομήρων έχουν διακοπεί, ενώ ο Τραμπ δήλωσε χθες από τη Σκοτία ότι «το Ισραήλ καλείται να πάρει μια απόφαση». Ο δε ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφαλείας στην κυβέρνηση Νετανιάχου, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, επιτέθηκε με σφοδρότητα στον πρωθυπουργό ισχυριζόμενος ότι συνθηκολόγησε απέναντι στη Χαμάς – για να λάβει την απάντηση ότι «θα πετύχουμε τον στόχο μας και θα καταστρέψουμε τη Χαμάς». Αλλά και ο εκπρόσωπος της παλαιστινιακής οργάνωσης, όμως, επέκρινε έντονα την απόφαση του Ισραήλ, με τον εκπρόσωπό της να δηλώνει ότι «δεν πρόκειται για ανθρωπιστική ανακωχή» και πως οι επιθέσεις συνεχίζονται – ενώ την ίδια στιγμή, αναφέρθηκαν τουλάχιστον 53 νεκροί μόνο χθες, εκ των οποίων οι 32 ήταν άνθρωποι που περίμεναν να λάβουν βοήθεια.

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, οι υπεύθυνοι δεσμεύονται πως θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και κυρίως παιδιά. «Οι ομάδες μας επί του εδάφους (…) θα κάνουν ό,τι μπορούν για να φτάσουν τους ανθρώπους που λιμοκτονούν στη διάρκεια αυτού του παραθύρου», τόνισε ο υπεύθυνος του ΟΗΕ για την ανθρωπιστική βοήθεια, Τομ Φλέτσερ.

Στο μεταξύ, τηλεφωνική επικοινωνία είχε ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, έγραψε στο Χ: «Θα παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις και, σε συνεργασία με τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλους ευρωπαίους εταίρους μας, όπως επίσης τις ΗΠΑ και αραβικές χώρες, θα αποφασίσουμε τις επόμενες μέρες πώς μπορούμε να συμβάλλουμε προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση».