Ντοκιμαντερίστας, φωτογράφος, συγγραφέας, ο Νίκος Ζωιόπουλος δεν κουβαλάει πάντα μαζί του μόνο τα σύνεργα καταγραφής, αλλά και μια χορταστική μνήμη από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό και την Αθήνα της δεκαετίας του ’60, που μοιράζεται μαζί μας.

Πώς θυμάστε τη μετάβασή σας στα παιδικά σας χρόνια από ένα χωριό της Ηπείρου στη σκληρή Αθήνα της δεκαετίας του ’60;

Γεννήθηκα στη Λεωφόρο Αθηνών 130, τη σημερινή Γρηγορίου Λαμπράκη στη Νίκαια, σε ένα παλιό σπίτι με μαμή. Ελάχιστες αναμνήσεις, μηδαμινές. Οι πρώτες δυνατές σκηνές αυτής της εποχής ήταν οι διηγήσεις των μεγάλων. Οταν ήμουν τριών χρόνων, στη θάλασσα όλοι έπαιζαν μαζί μου στο νερό. Ξαφνικά εγώ βρέθηκα στον πάτο. Μια μοναδική εικόνα. Το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Η ανθρώπινη φιγούρα του αδελφού μου Δημήτρη Ζωιόπουλου να με τραβάει πάνω. Λίγο καιρό μετά από αυτό το περιστατικό, η μάνα μου χώρισε με τον πατέρα μου και πήγαμε στο Μπουρντάρι στη Ζίτσα, και έπειτα από τρία χρόνια επιστρέψαμε στην Αθήνα στον Κολωνό. Μου λέτε για σκληρή εποχή στην Αθήνα. Εγώ την έζησα σαν μία ανέμελη, ξέφρενη, λεύτερη γυροβολιά, πολύ φτωχική βέβαια. Η μάνα μου δούλευε κι εγώ όλη μέρα παιχνίδι, σκανταλιές, καβγάδες με συνομηλίκους μου, στην πλατεία Πανταζόπουλου – Αυγουλάδικα την έλεγαν τότε. Γεμάτη καφενεία. Οι έμποροι μοίραζαν τα αβγά, εγώ τρύπωνα ανάμεσά τους πιο θαρραλέος από τα άλλα παιδιά, τους τραγουδούσα («Σήκω χόρεψε, κουκλί μου, να σε δω να σε χαρώ») και μάζευα δεκάρες και πενηνταράκια. Ολοι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και όταν περνούσε κανένα αυτοκίνητο, γινόταν της Σαχάρας. Τρέχαμε από πίσω του. Τα σπίτια ήταν λίγα. Πουθενά πολυκατοικίες. Υπήρχαν και πιο φτωχοί από μας. Θυμάμαι κάτι παιδιά να μένουν σε υπόγεια, που δεν φορούσαν ούτε παπούτσια. Στη γειτονιά μας τα λέγανε γυφτάκια. Δεν ήμουν σίγουρος όμως τι ήταν.

Σήμερα είναι ευδιάκριτα τα όρια της μεγάλης πόλης από την ύπαιθρο. Εχω όμως την αίσθηση, διαβάζοντας και τα διηγήματά σας «Τα παγωτά φτιάχτηκαν για την κόλαση» (εκδ. 24 Γράμματα), ότι στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 τα όρια αυτά δεν ήταν τόσο καθαρά.

Αρχίσαμε τις μετακομίσεις. Πρώτος σταθμός η Ανθούπολη που έμοιαζε με χωριό. Τα πρόβατα έφταναν ως το σπίτι μας. Το Πάσχα τα σφάζανε κάτω από το βουνό, και τα βλέπαμε να σπαρταράνε. Παρ’ όλα αυτά, περνούσαν μέρες και βράδια που δεν είχαμε ούτε ψωμί, αλλά όμως ήμασταν κεφάτοι. Τουλάχιστον εμείς οι πιτσιρικάδες. Θυμάμαι ότι οι περισσότερες οικογένειες μένανε σε ένα δωμάτιο και στην αυλή ήταν η τουαλέτα και η κουζίνα. Λιγοστά τα μαγαζιά. Ερχόταν το κάρο με το άλογο που μετέφερε από την Κολοκυνθού τα λαχανικά. Για τα χόρτα θυμάμαι την κυρα-Μαρία με το ξύλινο καρότσι της, να διαλαλεί την πραμάτεια της, χόρτα ωραία χόρτα, ιταλικά ωραία ραδίκια! Τις Απόκριες ακούγαμε ένα βουητό από νταούλια και κλαρίνα που ερχόταν από μακριά. Ηταν το γαϊτανάκι με πολύχρωμες κορδέλες και ένας απ’ αυτούς ήταν μέσα σε ένα ψεύτικο άλογο και χόρευε με ξέφρενο ρυθμό. Μεγάλοι και μικροί χορεύαμε κι εμείς μαζί τους. Η αλήθεια είναι ότι εκείνο τον καιρό δεν καταλάβαινα τη σκληρότητα του συστήματος. Οταν ξαναπήγαμε στον Κολωνό, αυτό που με συντάραξε είναι όταν κάποια μέρα στο ραχάτι μας και στον πετροπόλεμο τον απογευματινό, είδαμε δεκάδες άτομα να κατεβαίνουν την Ιωαννίνων, κρατώντας πανό με συνθήματα που δεν καταλάβαινα. Αργότερα μάθαμε ότι είχαν σκοτώσει τον Πέτρουλα και πηγαίνανε στο σπίτι του στη Χωρέμη 66. Ηταν ο πρώτος φόβος που χάλασε την ανεμελιά μας. Κάτι άλλο γινόταν πιο σοβαρό πέρα από τη γειτονιά μας.

Κάνατε δεκάδες μικροεπαγγέλματα για να επιβιώσετε ενώ ξεχωρίσατε την αγάπη σας για τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Ποια είναι η πρώτη δουλειά στην οποία απασχολείστε στον κινηματογράφο και ποιον θεωρείτε σήμερα τον σημαντικότερο σταθμό σας;

Το πρώτο μου μπόλιασμα με την τέχνη ήταν το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Σωτήρης Πέτρουλας, στα Εξάρχεια, που είχε θέατρο και φωτογραφία. Παράλληλα, πήγαινα στην Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση (ΠΑΠΟΚ). Από εκεί, αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε με συλλόγους στις συνοικίες, και το πιο δραστήριο κομμάτι μας ήταν ο Θεατρικός Ομιλος Λόφου Σκουζέ, που ιδρύσαμε ο Κώστας Διαμαντόπουλος, ο Αντώνης Παπαδόπουλος και εγώ. Σημαντικότερους σταθμούς στα ντοκιμαντέρ, θεωρώ το «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρης Εποίη», «Οι Θησαυροί του Πρίαμου» που δούλεψα στην παραγωγή. Η συνεργασία μου με την Εύα Στεφανή ήταν σταθμός. Συνεργάστηκα σε πολλά ντοκιμαντέρ μαζί της, στην έρευνα, στην παραγωγή και στην κάμερα. Συνσκηνοθετήσαμε το «Κούρδοι στην Αθήνα», τους «Συγκάτοικους», το «Αβραάμ και Ιάκωβος». Συνεργάστηκα επίσης με τη Λουκία Ρικάκη στην κάμερα στα «Λόγια της Σιωπής».

Εχετε παίξει κιόλας.

Εχω παίξει σε πάνω από 90 ταινίες, συνήθως μικρούς ρόλους, γιατί είχα και μία μόνιμη δουλειά. «Ο Γιος του Φύλακα», το «Τρικολόρε», το «Τι Είναι Αυτό;», «Μετεωρίτες» και «Μπιλόμπα» είναι σημαντικές ερμηνείες μου με βραβεύσεις. Ντοκιμαντέρ, «Οι Διπλανοί μας Ανθρωποι», «Κλειώ Μακρή», «Το Ταξίδι» κ.λπ.

Τι αποτελεί το ερέθισμα για να κινηματογραφήσετε κάποιο θέμα;

Το ερέθισμά μου είναι οι άνθρωποι. Οι ευαισθησίες τους, η καθημερινότητά τους και εν τέλει η διαφορετικότητά τους που με κάνει να τους θαυμάζω για αυτό που είναι. Θα ήθελα να ακολουθήσω τους νυχτερινούς επισκέπτες των κάδων, που με ένα καροτσάκι λαϊκής μαζεύουν μικροπράγματα για να επιβιώσουν, και να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτή τη σκληρή πραγματικότητα της άλλης πλευράς…

Ο πατέρας σας (Σωτήρης Ζωιόπουλος) υπήρξε λαϊκός συνθέτης-μουσικός, συνεργάστηκε με τραγουδιστές όπως τον Καζαντζίδη ή τον Μάνο Παπαδάκη. Τον μάθαμε και από ένα ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή.

Οι γονείς μου έζησαν ελάχιστα μαζί. Παρ’ όλα αυτά, έχω μια μαγική εικόνα που θα τη θυμάμαι ως την τελευταία μου πνοή. Δύο πάνινες πολυθρόνες σε παραθαλάσσιο κέντρο μουσικής, εγώ να λαγοκοιμάμαι, ο πατέρας μου με το ακορντεόν, η μάνα μου να τραγουδάει, και να μου φωνάζουν από την ορχήστρα «γεια σου κουκούτσι μου», «γεια σου νινί μου». Νανουριζόμουν με το θαλασσινό αεράκι. Ο πατέρας μου λάτρευε τις μοτοσικλέτες, τη φωτογραφία και ήταν μεγάλος πλακατζής. Τα αστεία του ήταν μνημειώδη στον μουσικό χώρο. Πάνω από όλα, ήταν μεγάλος φιλάνθρωπος. Στην Κατοχή πήγαινε στον σταθμό Πελοποννήσου και έκλεβε από τους Γερμανούς κάναν ντενεκέ λάδι ή κάνα τσουβάλι φασόλια και τα μοίραζε στη γειτονιά σ’ αυτούς που πεινούσαν. Στη δεκαετία του ’90 όταν πέθανε ένας φίλος του και η γυναίκα του ήταν στο Δαφνί, πήρε τον πεντάχρονο γιο τους από το ορφανοτροφείο και τον μεγάλωσε μέχρι που ο πατέρας μου πέθανε.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.