Ο εγκιβωτισμός του στοχασμού σε λογοτεχνικές νησίδες αποτελεί ένα κύριο εκφραστικό μέσο του Νικήτα Σινιόσογλου. Στο τελευταίο του πυκνό αφήγημα με τίτλο «Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων» (Κίχλη) παρακολουθούμε όψεις από τον βίο ενός «Ανεπιτήρητου παραγωγικού ζώου», σε μια δομή ψυχικής ενδυνάμωσης και άσκησης ελέγχου. Ο Σινιόσογλου ανατέμνει την καθίζηση του πολιτισμού, την κρίση της αφήγησης, την υβριδική σκέψη, την αντίσταση στην πνευματική χρεοκοπία.

Τι είναι η γραφή στις μέρες μας;

Το πρώτο που μου έρχεται τώρα είναι πως η γραφή αποτελεί μια προσδοκία ανάστασης, η οποία δεν εκπληρώνεται ποτέ. Αλλά φέρει μια πίστη. Αυτή η πίστη γειτνιάζει με τη δύναμη της τελετουργίας. Το γράψιμο είναι ο απόηχος της χαμένης τελετουργίας. Είναι ένας τρόπος ακόμη να συνδέεσαι με τους άλλους ανθρώπους. Ακόμη κι αν είσαι αποχωρισμένος από την κοινότητα. Γράφοντας, αναβιώνει μια αρχαία σύνδεση μέσω του λόγου. Ο λόγος είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ή έχουμε ξεχάσει ότι είναι, μια τελετουργία.

Κάτω από ποιες διαδικασίες γράφετε;

Γράφω χαοτικά και θραυσματικά. Πιο εύκολα έξω, μέσα σε μια διαδικασία κίνησης, αλλαγής τόπων κ.λπ. Γράφω στον χώρο του μεταξύ, περιμένοντας π.χ. το μετρό. Υπάρχει ο αγαθός θόρυβος της πόλης και ο κακός των κοινωνικών δικτύων. Το πρώτο κινητοποιεί συνάψεις και συνδέσεις, το δεύτερο μουδιάζει και ναρκώνει. Δύσκολα έρχομαι σε αρμονία με τους ανθρώπους, γι’ αυτό και ο ήρωας στο «Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων» είναι ένα ζώο το οποίο μοιάζει μονίμως αποκομμένο από τα άλλα ζώα που το πλησιάζουν. Αλλωστε και το ίδιο αμφιβάλλει για το πώς τελικά προσλαμβάνει τις ιστορίες που μοιράζονται μαζί του, αμφιβάλλει για το αν δημιουργείται καμιά σύνδεση, ακόμη και όταν υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις γι’ αυτήν. Είναι ζώο καχύποπτο και οριακά μοχθηρό. Αυτό το πλάσμα βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο της επικοινωνίας. Μόνον ακούει και ποτέ δεν μιλάει. Βρίσκεται, λίγο – πολύ, στη συνθήκη του συγγραφέα πριν καθίσει να γράψει.

Μπορείτε να μας πείτε από πού βγαίνει ο τίτλος του βιβλίου σας και τι συμβαίνει μέσα στις σελίδες του, σε ένα πρώτο επίπεδο;

Αλίευσα τον τίτλο από ένα καταχωνιασμένο κτηνιατρικό έντυπο του υπουργείου Υγείας. Λοιμύποπτο ζώο είναι εκείνο που είναι ύποπτο για μεταδοτικές ασθένειες. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία μιας δομής, η οποία φιλοξενεί ζώα ημιθανή και διαλυμένα ψυχολογικά, τα οποία τυγχάνουν «ενδυνάμωσης» και μαζί ελέγχου από έναν λάιφ κόουτς. Αυτός ο «Ειδικός επιστήμων» αναβαθμίζει τον εγωισμό των ζώων, προκειμένου να μην εκτροχιαστούν ψυχικά αλλά και να μη μεταδώσουν «επικίνδυνες» πεσιμιστικές ιδέες, συνάμα τα εξουσιάζει. Ο ήρωάς μας, που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ζώο είναι, ονομάζεται αορίστως «Ανεπιτήρητο παραγωγικό ζώο», που είναι ένας περίεργος νομικός όρος: αφορά κατσικάκια, αρνάκια κ.λπ., ζώα δηλαδή τα οποία είναι παραγωγικά – δίνουν τη σάρκα, το γάλα, το μαλλί τους –, ωστόσο καθίστανται ανεπιτήρητα, γιατί πηδάνε τη μάντρα και την κοπανάνε, παύουν να υπηρετούν τους ανθρώπους. Ανεπιτήρητο παραγωγικό ζώο είναι το ζώο που βγαίνει έξω από το όριο του ανθρώπινου ελέγχου, αυτό που το θέλουν παραγωγικό αλλά ανθίσταται. Τέτοιο πλάσμα είναι ο ήρωάς μας. Γυρνάει νύχτα σε μια ακαθόριστη πόλη εκτός ιστορίας κι έχει χάσει τον δρόμο για το σπίτι του… ώσπου τον πιάνουν και τον κλείνουν στο Απομονωτήριο.

Τι σας παρακινεί να ασχοληθείτε με τα ζώα;

Αφετηρία μου ήταν τα ζωολόγια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, ένα ιδιαίτερο γραμματολογικό είδος. Θέλησα, όμως, να αντιστρέψω την ανθρωποκεντρική παράδοση των ζωολογίων, ώστε ένα υβριδικό ύφος του λόγου να παραπέμπει σ’ ένα άλγος του ίδιου του ζώου και όχι του ανθρώπου. Ηθελα, δηλαδή, τα ζώα να είναι πρόσωπα που φέρουν ένα νόημα που είναι μη ανθρώπινο, ακόμη και αν κατοπτρίζουν τους ανθρώπους του σήμερα. Τα ζώα είναι μεν καθρέφτες, αλλά μαζί και μια ριζική «ετερότητα».

Υπάρχουν και άλλα βασανισμένα ζώα…

Ακριβώς. Οπως, για παράδειγμα, ένα γατί, το οποίο είναι η διασκευή του πιο αγαπημένου μου κειμένου στη νέα ελληνική γλώσσα – ως γνωστόν, τα κείμενα που αγαπάμε δεν είναι οπωσδήποτε και τα σπουδαιότερα από φιλολογικής άποψης –, και μιλάω για «Το γατί» του Μιχάλη Μητσάκη, το οποίο αφηγείται τον βασανισμό μιας γάτας από μια ομάδα παιδιών. Στο δικό μου Γατί, αντιστρέφω το αφηγηματικό μοντέλο του Μητσάκη και αφήνω να μιλήσει η γάτα σε πρώτο πρόσωπο. Ακολουθεί ένας κάβουρας ποντισμένος σ’ ένα ενυδρείο, ο οποίος φράκαρε σ’ έναν σπασμένο γλόμπο και γίνεται ένα σώμα μαζί του. Τέτοιοι κάβουρες είναι μοναχικά πλάσματα (γι’ αυτό τους λένε και ερημίτες) που κάνουν κατάληψη σε χώρους κενούς, κυρίως κοχύλια – όταν τα βρίσκουν… Νομίζω ότι η αλληγορία της ασφυξίας μάς αφορά όλο και περισσότερο. Ο εγκλωβισμός (επί παραδείγματι, στη δουλειά, σε μια καταθλιπτική υπαρξιακή συνθήκη, στη μια ή την άλλη «σταυροφορία» και στον ακτιβισμό, αλλά και σε κάτι πιο μεταφυσικό και ακαθόριστο, που είναι, ενδεχομένως, η ίδια η απουσία της μεταφυσικής) είναι επακόλουθο του μεταμοντέρνου κατακερματισμού των παλαιών βεβαιοτήτων… Οι άνθρωποι δεν ήθελαν πια να «εγκλωβίζονται» στην οικογένεια και τώρα εγκλωβίζονται αλλού, στην εργασία και στον ψηφιακό εαυτό τους… Σημείωσε πως όλες οι ιστορίες είναι εμπνευσμένες από την επικαιρότητα. Στο βιβλίο, ο βιολογικός υβριδισμός των ζώων συμφύρεται με αυτόν του ανθρώπινου πολιτισμού – και μάλιστα στο στάδιο της παρακμής του πολιτισμού.

Δυνατή λέξη το «παρακμή». Πού μπορούμε να την εντοπίσουμε;

Υποψιαζόμαστε μερικές φορές μια αλλοίωση του εαυτού, σαν να έχουν γίνει προσμείξεις με το σκουπίδι (το ψυχικό σκουπίδι, το συναισθηματικό, αλλά και το φυσικό απόρριμμα). Αντί για παρακμή θα χρησιμοποιούσα και τη λέξη καθίζηση. Ο «Ειδικός επιστήμων» που διευθύνει το Απομονωτήριο (αυτός ο λάιφ κόουτς που λέγαμε πιο πάνω) εκπροσωπεί έναν εξουσιαστικό μηχανισμό, που υπόσχεται μια καταναγκαστική ευεξία. Παλιότερα, τις μορφές συσχέτισης των ανθρώπων τις πρόσφεραν η φιλοσοφία, η θρησκεία, η τέχνη. Με τον κατακερματισμό και την άλωσή τους, προέκυψαν υποκατάστατα και υβρίδια…

Λέτε στο βιβλίο ότι η φιλοσοφία πήγε να μας εξηγήσει τον κόσμο και μας έβαλε σε ένα γυάλινο κλουβί. Και τώρα που έχει καταρρεύσει, ο άνθρωπος δεν βρίσκει νόημα. Τελικά, ποιος ο ρόλος της φιλοσοφίας;

Η φιλοσοφία εξέπνευσε στον βαθμό που οι αρχειοφύλακες διαδέχθηκαν τους στοχαστές και τους αφηγητές. Η γνώμη μου είναι πως ανέκαθεν ο άνθρωπος ήταν ένα πείραμα. Ενα πείραμα που αποτυγχάνει ξανά και ξανά, ωστόσο δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι κάθε αποτυχία είναι απόλυτη, ούτε τελική. Από τον άνθρωπο σώζονται οι ελάσσονες στιγμές του. Είναι εκπληκτικό τι μπορεί να πετυχαίνει κανείς παρεκκλίνοντας από τον στόχο… Στο περιθώριο του πολιτισμού επιβιώνουν οι δυναμικές για να ξαναγίνει το πείραμα.

Το «Απομονωτήριο» τελειώνει με ένα ξέσπασμα βίας. Γιατί;

Πράγματι, η βία ξεσπά. Οταν τελειώνουν οι ιστορίες που ακούει ο ήρωάς μας. Γιατί ήταν εκείνες οι ιστορίες, το συμβάν της αφήγησης, που του επέτρεπε να σχετίζεται με τα άλλα ζώα κατ’ ελάχιστον. Οταν τελειώνουν οι ιστορίες, σβήνει η φωτίτσα του καντηλιού που διατηρούσε τον αφηγητή σε μια στοιχειώδη επαφή με τα υπόλοιπα όντα. Στο μεταξύ, η ένταξη του ζώου στην κουλτούρα του Απομονωτηρίου απέτυχε, η «συμπερίληψη» που προωθούσε ο «Ειδικός επιστήμων» δεν έχει επιτευχθεί… Εδώ που τα λέμε, καθόλου δεν είμαι υπέρμαχος της άποψης ότι οφείλουν να ενταχθούν οι πάντες και τα πάντα σε μια ομογενοποιημένη κατάσταση αδιάκοπης ρευστότητας και αποδόμησης. Αυτή η επιβεβλημένη ρευστότητα είναι παθολογική, στον βαθμό που στις μέρες μας συνιστά η ίδια κατεξοχήν θεσμικό λόγο, ακόμη και εάν εμφανίζεται ως τάχα φωνή της προόδου και της χειραφέτησης. Σήμερα, είναι ο κατεξοχήν ηγεμονικός λόγος στην πολιτική και στην τέχνη…

Γράφετε κάπου: «…τι πιο ανθρώπινο από το να περνάς τα όρια προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Ή προς όλες ή και πουθενά…». Ξέρετε, αυτό αντίκειται στην ορθότητα των ημερών μας…

Νομίζω ότι ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός που παραδοσιακά σχετιζόταν με την Αριστερά αυτονομείται τα τελευταία χρόνια και μεταλλάχθηκε, σε σημείο να συγκλίνει με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αυτόν που παραδοσιακά σχετιζόταν με τη Δεξιά. Η μεταμοντέρνα «ορθότητα» των ημερών μας βολεύει τον νεοφιλελευθερισμό, στον βαθμό που αφήνει συγχυσμένο το άτομο και αλώβητη μόνο την κίνηση της αγοράς. Οι λέξεις και οι ιδέες έχασαν το βάρος τους, αφ’ ης στιγμής υποχώρησε κάθε σταθερό σημείο αναφοράς (ο Μαρξ έλεγε πως αυτή ακριβώς είναι μια λειτουργία του καπιταλισμού, η δολιοφθορά της πραγματικότητας). Ακόμη και η μανία να παίρνεις αμέσως την «ορθή» θέση συνιστά αγχώδες σύμπτωμα μιας κρίσης της αφήγησης και του πολιτισμού. Η αποδόμηση γέννησε όντα εγκλωβισμένα στην ασάφεια του εαυτού τους, τα οποία, βεβαίως, δεν έχουν διόλου παραιτηθεί από την επιθυμία κατίσχυσης πάνω σε άλλα όντα… Μια συνέπεια είναι πως η δυνατότητα ενός δημιουργού σήμερα να παίξει με το αναπάντεχο, να ενσωματώσει «γλώσσες» του παρελθόντος και έκκεντρες σκέψεις, υποχωρεί. Σαν να επιβάλλεται ένας μεταλλαγμένος, άρριζος και όμως εριστικός λόγος. Αυτός, βεβαίως, είναι εξόχως οπορτουνιστικός…

Χάνεται η ανθρωπινότητα με όλα αυτά;

Στους τοίχους του Απομονωτηρίου υπάρχουν επιγραφές που λένε: Απαγορεύεται η νοσταλγία. Αυτή είναι μια κατευθυντήρια γραμμή της εποχής. Η λατρεία του παρόντος, για παράδειγμα τα stories στα κοινωνικά δίκτυα. Ναι, αλλά τα stories δεν είναι ιστορίες! Τα stories είναι το αντίθετο μιας ιστορίας. Είναι στιγμιότυπα ασυσχέτιστα μεταξύ τους, εφήμερα και έξαλλα παραταγμένα – σαν να μας λένε κάποιοι την ίδια στιγμή: «Δείτε που συμπάσχω με το δράμα στη Γάζα, αλλά μου αρέσουν και τα καλά κοκτέιλ με φίλους». Οσο κατακερματίζονται η διάρκεια, η συνέχεια και το παρελθόν, τόσο ο ναρκισσισμός που αναφέρουν πολλοί σαν καραμέλα, πράγματι κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερα εδάφη…

Αυτή η ελευθερία επιλογής που υποτίθεται ότι έχουμε σήμερα, μήπως μας υποχρεώνει σε χειρότερα δεσμά;

Το παράδοξο της ελευθερίας! Εάν πας την ελευθερία στα ακρότατα όριά της, μένεις μόνος. Διότι, αν είσαι ελεύθερος από καταναγκασμούς του παρελθόντος, από επιθυμίες και τις προσδοκίες «των άλλων», ελεύθερος από τα ελαττώματα του καθενός ή μιας ιδεολογίας, στο τέλος εισέρχεσαι σε καθεστώς εγωτικής μόνωσης. Αλλά πόσο ελεύθερος είσαι εάν έχεις χάσει τη δυνατότητα της ψυχικής σύνδεσης; Ο «Ειδικός επιστήμων» του βιβλίου δασκαλεύει τα ζώα να «κάνουν δουλειά με τον εαυτό τους». Μια φράση που την ακούμε παντού γύρω μας… Μια προτροπή αποσύνδεσης, δηλαδή, από τις δυσκολίες μιας αυθεντικής σχέσης με τους άλλους ανθρώπους (και με τον εαυτό σου, τελικά). Απλώς παραιτείσαι από το να αφουγκραστείς τους άλλους, να αντιληφθείς τις αδυναμίες τους, τις ιδιαιτερότητές τους – όπως και τις δικές σου. Οταν «ενδυναμώνεσαι» και αποφασίζεις και διατάσσεις πως όποιος διαφωνεί είναι τοξικός και εχθρός, τότε εισέρχεσαι σε μια πορεία, η οποία με κοινωνιολογικούς όρους συνιστά τον εκφυλισμό του φιλελευθερισμού. Ετσι προκύπτει μια επίκτητη σκληρότητα ψυχική, μια ψευδαισθητική θωράκιση, μήπως και αντέξουμε τη χρεοκοπία των διαθέσιμων επιλογών που παρείχε έως τώρα η ευρωπαϊκή παράδοση, αυτή που βρίσκεται στο κανναβάτσο…

Τα «ιερά βιβλία» (πολιτικά – θρησκευτικά) του ανθρώπου έχουν πάψει να εμπνέουν;

Εχουν πάψει να εμπνέουν, κι ίσως έχει έρθει η ώρα να υποχωρήσουν, ίσως πάλι να διασπάστηκαν από την πολλαπλότητα της ερμηνείας: η υπερβολική διάνοιξη της ερμηνείας οδηγεί στην υπονόμευσή της. Το βλέπεις στις ψηφιακές αρένες: αν οποιοσδήποτε ανέρχεται στη θέση του τιμητή, και μάλιστα εκ του ασφαλούς, εν τέλει το αρχικό ερέθισμα απαξιώνεται, χάνει την ποιότητά του. Ισως γι’ αυτό και το «Ανεπιτήρητο παραγωγικό ζώο» αρνείται να γίνει αντικείμενο «συμπερίληψης». Γιατί δεν αναγνωρίζει την κοινότητα του Απομονωτηρίου ως αληθινή κοινότητα.