Από τις εκλογές του 2023 και μετά, η χώρα ζει χωρίς δικομματισμό. Μοιραία και δίχως εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Η ΝΔ, παρά τη φθορά της, διατηρεί ευρύ προβάδισμα από τον δεύτερο. Συναφώς στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, τον Μητσοτάκη ανταγωνίζεται ο «Κανένας». Η συνθήκη είναι πρωτόγνωρη μεταπολιτευτικά με συνέπεια να πυροδοτούνται σενάρια «επιστροφής» στο προσκήνιο πρώην πρωθυπουργών με νέα κόμματα. Τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Σαμαράς φαίνεται να εξετάζουν το ενδεχόμενο.
Το ερώτημα επομένως είναι αν οι πρώην θα έχουν κάποια τύχη.
Οι πιθανότητες μοιάζουν να είναι λίγες.
Πρώτον λόγω πολιτικής παράδοσης. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ουδείς πρώην πρωθυπουργός που παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος του, γύρισε ως πρωταγωνιστής στον ίδιο ή άλλον φορέα. Ο Γιώργος Παπανδρέου το επιδίωξε δύο φορές χωρίς επιτυχία. Το 2015 με το ΚΙΔΗΣΟ και το 2021 στο ΚΙΝΑΛ. Κάτι ανάλογο παρατηρείται μεταπολεμικά και στις μεγάλες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο Σαρκοζί απέτυχε το 2017 να ηγηθεί των Ρεπουμπλικανών (πρώην γκωλικών) ώστε να διεκδικήσει ξανά την προεδρία της χώρας.
Δεύτερον, πλην της πολιτικής παράδοσης, παίζει ρόλο και η περιορισμένη ζήτηση. Σύμφωνα με την MRB (30/05) όσοι απαντούν πως «σίγουρα» θα ψήφιζαν ένα νέο κόμμα υπό τον Τσίπρα υπολογίζονται στο 12,6% και όσοι απαντούν το ίδιο για τον Σαμαρά είναι μόλις 3,3%. Η δημοσκοπική αφετηρία είναι πολύ χαμηλή επηρεάζοντας αρνητικά τις προοπτικές τους. Διότι εφόσον τελικώς τα κόμματα ιδρυθούν και εισέλθουν στην πολιτική αντιπαράθεση, οι πιέσεις θα αυξηθούν. Πολύ περισσότερο δε όταν η ευρύτερη Κεντροαριστερά είναι πολυκερματισμένη και στην ευρύτερη Κεντροδεξιά υπάρχει η κυβερνώσα ΝΔ.
Τρίτον η αξιοπιστία της πολιτικής ταυτότητας (brand) των Τσίπρα και Σαμαρά έχει μειωθεί λόγω της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας. Kάτι που εμποδίζει την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης σήμερα. Ο Τσίπρας εξελέγη πρωθυπουργός το 2015 ως αριστερός «αντιμνημονιακός» αλλά κυβέρνησε τελικά ως «μνημονιακός» σε συνεργασία πάντα με τους ΑΝΕΛ. Σήμερα πολιτεύεται ξανά ως αριστερός που καλεί σε προοδευτικό μέτωπο απέναντι στην Ακροδεξιά. Ο Σαμαράς κυβέρνησε με ρεαλισμό σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου (αρχικά και τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη). Σήμερα όμως πολιτεύεται στα δεξιά της ΝΔ με αιχμή την ιδεολογική και παραταξιακή «καθαρότητα».
n Τέταρτον, είναι δύσκολο για πρώην πρωθυπουργούς να εμπνεύσουν νέες προσδοκίες. Διότι οι ιδέες και οι ικανότητές τους έχουν ήδη δοκιμαστεί στην πράξη. Αλλοτε με θετικά και άλλοτε με αρνητικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου το πολιτικό παρελθόν είναι διαρκώς παρόν. Με απώτερη συνέπεια να στερούνται ζωτικού επικοινωνιακού χώρου και χρόνου. Αν κάτι έχει δείξει η περίπτωση του Γιώργου Παπανδρέου, τόσο με το ΚΙΔΗΣΟ όσο και με την υποψηφιότητα για το ΚΙΝΑΛ, είναι πως οι πρώην πρωθυπουργοί, ακόμα κι όταν ξεκινούν κάτι καινούργιο, αδυνατούν να απεμπλακούν από τα ερωτήματα για το παρελθόν. Είτε γιατί τα υπενθυμίζουν οι πολιτικοί αντίπαλοι είτε για τα θέτουν τα media είτε γιατί οι απαντήσεις που δίνονται αφήνουν κενά.
Συμπερασματικά, αν και η επιδίωξη της επιστροφής δεν μπορεί να αποκλειστεί, η πολιτική επιτυχία είναι εξαιρετικά αμφίβολη.
Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.