Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα παραμένουν σε τροχιά σύγκρουσης. Ο νέος ψυχρός πόλεμος μεταξύ τους μπορεί τελικά να γίνει θερμός πόλεμος για το ζήτημα της Ταϊβάν. Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» – στην οποία μια ανερχόμενη δύναμη φαίνεται προορισμένη να συγκρουστεί με έναν κατεστημένο ηγεμόνα – δείχνει δυσοίωνη. Αλλά μια σοβαρή κλιμάκωση των σινο-αμερικανικών εντάσεων, πόσω μάλλον ένας πόλεμος, μπορεί ακόμα να αποφευχθεί, γλιτώνοντας τον κόσμο.

Και οι δύο πλευρές γίνονται έτσι ολοένα και πιο παρανοϊκές σχετικά με τις προθέσεις του άλλου και η αντιπαράθεση έχει ως επί το πλείστον αντικαταστήσει τον υγιή ανταγωνισμό και τη συνεργασία. Εν μέρει ευθύνονται και οι δύο πλευρές.

Υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, η Κίνα έχει γίνει πιο αυταρχική και έχει προχωρήσει περισσότερο προς τον κρατικό καπιταλισμό, αντί να τηρεί την έννοια του Ντεγκ Σιαοπίνγκ για «μεταρρύθμιση και άνοιγμα». Η Κίνα προσπάθησε να ελέγξει την Ανατολική και τη Νότια Θάλασσα της Κίνας και έχει γίνει όλο και πιο ανυπόμονη να «επανενωθεί» με την Ταϊβάν με κάθε μέσο.

Ενα πρώτο βήμα για την πρόληψη μιας σύγκρουσης είναι η αναγνώριση ότι ορισμένες από τις επικρατούσες ανησυχίες είναι υπερβολικές. Για παράδειγμα, η ανησυχία των ΗΠΑ για την οικονομική άνοδο της Κίνας θυμίζει τη στάση τους απέναντι στην άνοδο της Γερμανίας και της Ιαπωνίας πριν από δεκαετίες.

Εξάλλου, η Κίνα έχει σημαντικά οικονομικά προβλήματα που θα μπορούσαν να μειώσουν τη δυνητική ανάπτυξή της σε μόλις 3%-4% ετησίως, πολύ κάτω από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10% που πέτυχε τις τελευταίες δεκαετίες. Η Κίνα έχει γηράσκοντα πληθυσμό και ανεργία στους νέους, υψηλά επίπεδα χρέους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, πτώση ιδιωτικών επενδύσεων ως αποτέλεσμα εκφοβισμού από το κυβερνών κόμμα και μια δέσμευση στον κρατικό καπιταλισμό που εμποδίζει την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.

Επιπλέον, η κινεζική εγχώρια κατανάλωση έχει αποδυναμωθεί, λόγω της βαθύτερης οικονομικής αβεβαιότητας και της έλλειψης ενός ευρέος δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Με την έναρξη του αποπληθωρισμού, η Κίνα πρέπει τώρα να ανησυχεί για την ιαπωνοποίηση: μια μακρά περίοδο χαμένης ανάπτυξης.

Η Κίνα και η Αμερική πρέπει και οι δύο να ακολουθήσουν πολιτικές που θα μειώσουν τις οικονομικές και γεωπολιτικές εντάσεις και θα ενισχύσουν την υγιή συνεργασία σε παγκόσμια θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και η ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης. Εάν αποτύχουν να επιτύχουν μια νέα κατανόηση για τα ζητήματα που οδηγούν την τρέχουσα αντιπαράθεσή τους, τελικά θα συγκρουστούν. Αυτό θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση που θα κατέστρεφε την παγκόσμια οικονομία και η οποία θα μπορούσε ακόμη και να κλιμακωθεί σε μια αντισυμβατική (πυρηνική) σύγκρουση. Τα υψηλά διακυβεύματα απαιτούν στρατηγικό περιορισμό και από τις δύο πλευρές.

*Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι επίτιμος καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business του New York University Stern School of Business και επικεφαλής οικονομολόγος Atlas Capital Team.