Ρωσία και Κίνα είναι οι δύο μεγαλύτεροι ανταγωνιστές και αντίπαλοι για τις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα. Ενώ, όμως, ο Λευκός Οίκος δεν έχει να φοβάται τίποτα από την Τζόρτζια Μελόνι σε σχέση με τη Ρωσία, καθώς η πρωθυπουργός της Ιταλίας έχει αποδείξει στην πράξη ότι τηρεί πιστά το δόγμα τού «ανήκομεν εις την Δύσιν», δεν ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση της Κίνας.

Κι αυτό διότι, όπως είναι γνωστό, η Ιταλία είναι το μοναδικό μέλος της ομάδας G7 που συμμετέχει στον νέο «Δρόμο του Μεταξιού» που έχει χαράξει εδώ και μια δεκαετία ο Σι Τζινπίνγκ, ενώ δεν έχει αποφασίσει οριστικά εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα ανανεώσει τη σχετική συμφωνία την άνοιξη του 2024, όταν η ισχύουσα εκπνέει.

Αυτό ήταν, σύμφωνα με τα περισσότερα ρεπορτάζ, το βασικό θέμα που έθεσε χθες ο Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχε με τη Μελόνι στην Ουάσιγκτον.

Οσο για τις «καλές σχέσεις» που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο ηγέτες, σύμφωνα με τη δήλωση που έκανε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, μένει να επιβεβαιωθούν στην πράξη με τις δύσκολες αποφάσεις που καλείται να λάβει η πρώτη γυναίκα και πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που θεωρούν, στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ότι η στάση που θα τηρήσει τελικά η κυβέρνηση της Ρώμης θα είναι τέτοια που να τη φέρει σε αντιπαράθεση με τους εταίρους της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Αλλωστε, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί η ίδια η Μελόνι, καθώς και στενοί συνεργάτες της, υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης της συνεργασίας με την Κίνα χωρίς η Ιταλία να είναι μέλος ενός σχεδίου το οποίο έχει, ουσιαστικά, αναγορευθεί σε «κόκκινο πανί» για τη Δύση, καθώς έχει στόχο τη διεύρυνση και ενίσχυση της επιρροής του Πεκίνου διεθνώς.

Το άτυπο πρωτόκολλο

Το σίγουρο είναι ότι Μπάιντεν και Λευκός Οίκος αποφάσισαν στην περίπτωση της Μελόνι να παραβιάσουν το άτυπο… πρωτόκολλο που έχουν καθιερώσει στον Λευκό Οίκο και δεν επιτρέπει να προσκληθούν και να περάσουν την πύλη του ηγέτες που προέρχονται από τον χώρο της Ακροδεξιάς.

Οπως, δε, υπενθυμίζει η αμερικανική «Washington Post», αυτή η «τιμή» δεν έχει επιφυλαχθεί ούτε στον τέως πρόεδρο της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο ούτε και στον νυν πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν. Οσο για τους λόγους που επέβαλαν την παραπάνω εξαίρεση, είναι πολλοί και σημαντικοί.

Εκτός από το μπρα-ντε-φερ με την Κίνα και τη Ρωσία, εξάλλου, ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η Ιταλία είναι μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της Δύσης, αποτελεί ιδρυτικό μέλος της ΕΕ και ανήκει στον «πυρήνα» της, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη Μεσόγειο, ενώ έχει ιστορικούς δεσμούς με την Αφρική από την περίοδο της αποικιοκρατίας, κάτι στο οποίο η Ουάσιγκτον μοιάζει να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία.

Ισως είναι όλα αυτά που έκαναν τον Μπάιντεν να παραγνωρίσει τόσο την ιδεολογική «συγγένεια» της Μελόνι με τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα όσο και την απόφασή της να συναντηθεί με τον επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, σε μια στιγμή που αυτός εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να καταθέσει πρόταση μομφής κατά του νυν προέδρου.

Διακυβεύονται πολλά, όπως είναι φανερό, για να αρνηθεί ο Μπάιντεν τη «συντροφιά» της Μελόνι…