Πρωτοπήγα στην Επίδαυρο το 1955, τελειόφοιτος μαθητής στην 8η Γυμνασίου στη Λαμία. Η εκδρομή διοργανώθηκε από έναν πνευματικό σύλλογο της επαρχίας. Η περιπετειώδης εξόρμηση πραγματοποιήθηκε με φορτηγό αυτοκίνητο που στην καρότσα του είχαν απ’ άκρη σ’ άκρη στερεωθεί τάβλες και είχαμε καθίσει περίπου δέκα άτομα. Ανάμεσά τους ένας δάσκαλος και δύο φιλόλογοι. Οι υπόλοιποι, ένας δικηγόρος, ένας γιατρός, δύο έμποροι και μόνο μία γυναίκα, συνταξιούχος χορωδός της όπερας, παντρεμένη πια με έμπορο της πόλης. Η εκδρομή είχε προετοιμαστεί, παρακινημένη από την έντονη δημοσιότητα που είχε λάβει η επίσημη, ουσιαστικά, έναρξη, εκείνη τη χρονιά, του Φεστιβάλ Επιδαύρου (είχε προηγηθεί η άτυπη το 1954, με τον «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία Ροντήρη και πρώτη εμφάνιση του Αλέκου Αλεξανδράκη), με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της «Εκάβης» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, μετάφραση Απόστολου Μελαχρινού, σκηνικά του Κλώνη και κοστούμια του Φωκά, και κύριους πρωταγωνιστές, την Κατίνα Παξινού (Εκάβη), τον ίδιο τον Μινωτή (Ταλθύβιο), τον Θάνο Κωτσόπουλο (Πολυμήστορα), τον Αλέκο Αλεξανδράκη (Φάσμα Πολυδώρου) και την πρωτοεμφανιζόμενη Αννα Συνοδινού (Πολυξένη).
Δεν υπήρχε ούτε τρόπος, ούτε δυνατότητα οικονομική οι συμμετέχοντες να διανυκτερεύσουν σε ξενοδοχείο της Επιδαύρου ή του Λυγουριού. Ετσι αποφασίστηκε να ξενυχτήσουμε στο ύπαιθρο, καλοκαίρι δα, και είχαμε εφοδιαστεί με κουβέρτες. Κι όντως έτσι έγινε. Τυλιγμένοι σε κουβέρτες, πίσω από τις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου, βγάλαμε τη νύχτα, αφού για ώρες σχολιάσαμε την παράσταση που είχαμε απολαύσει. Για όλους ήταν τελείως άγνωστοι οι ηθοποιοί και οι συντελεστές της παράστασης.
Μια παρένθεση εδώ. Το 1949 στο Ηρώδειο ο Δημήτρης Ροντήρης σκηνοθέτησε την «Ορέστεια» του Αισχύλου, με Κλυταιμνήστρα την Κοτοπούλη. Μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη και μουσική του σημαντικού Δημήτρη Μητρόπουλου. Εχω γράψει και παλαιότερα σ’ αυτή τη θέση πως, όταν βρέθηκα με το «Πειραϊκό Θέατρο» του Ροντήρη στη Νέα Υόρκη, ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε αποδημήσει μόλις λίγο καιρό πριν. Ο Ροντήρης ρώτησε και έμαθε από τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης και μ’ εμένα συντροφιά επισκεφτήκαμε το λιτό διαμέρισμα δύο δωματίων, τελευταίο κατάλυμα του κορυφαίου συνθέτη. Ηταν η πρώτη και η τελευταία φορά που είδα τον Δάσκαλό μου να κλαίει με λυγμούς: ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι – μπαγκαζιέρα και το πιάνο!
Ξαναγυρίζω στο καλοκαίρι του 1955. Η Επίδαυρος στις δόξες της. Αλλά ποια Επίδαυρος; Οχι σαν αυτή που χαιρόμαστε τα τελευταία χρόνια. Ο δρόμος από την Κόρινθο ως το θέατρο ήταν χωματόδρομος, τα αυτοκίνητα σήκωναν σκόνη, περνώντας. Η διαδρομή πριν από τη σημερινή τουριστική λεωφόρο που έγινε πολλά χρόνια αργότερα. Τότε η προσέγγιση του αρχαίου θεάτρου γινόταν από το Ναύπλιο. Αθήνα, Κόρινθος, Αργος, Ναύπλιο, Λυγουριό, Επίδαυρος. Ταξίδι τριών ωρών και βάλε. Κι όμως, η πρεμιέρα της «Εκάβης» είχε πληρότητα 100%. Το πάρκινγκ, με λιγοστά το ’55 ιδιωτικά αυτοκίνητα, ήταν γεμάτο από λεωφορεία της εποχής (όπως τα βλέπει κανείς σήμερα σε ταινίες του 1955) και πολλά φορτηγά, σαν εκείνο που μας έφερε με τις τάβλες στην καρότσα από τη Λαμία. Τα λεωφορεία πάνω από το τζάμι είχαν τους τόπους αφετηρίας. Τρίπολη, Σπάρτη, Πάτρα, Κόρινθος, Αθήνα, αλλά και Λάρισα, Λαμία, Μεσολόγγι, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη.
Μια γιορταστική πνευματική συνάντηση των Νεοελλήνων με τον μεγάλο πρόγονο Ευριπίδη και τον τραγικό, ανεπανάληπτο Τραγικό Λόγο. Η μετάφραση της «Εκάβης» ήταν του Απόστολου Μελαχρινού. Εχω μεταφράσει την ευριπίδεια τραγωδία, ύστερα από άλλους άξιους συναδέλφους. Η μετάφραση του συγκεκριμένου δραματικού έργου της παγκόσμιας κληρονομιάς από έναν σημαντικό εκπρόσωπο της γενιάς του ’30, συνοδοιπόρο του Σικελιανού, του Παλαμά, του Παπατσώνη, του Καζαντζάκη, του Δροσίνη, είναι ένα ακόμα αξιόλογο στοιχείο της μεταφραστικής εποποιίας των τραγικών και του Αριστοφάνη. Κάτι που δεν έχει διεθνώς τίποτα ανάλογο. Σε κάθε μετάφραση τραγικού ποιητή στα Γαλλικά ή τα Γερμανικά αντιστοιχούν πέντε ελληνικές μεταφράσεις του ίδιου έργου. Η μετάφραση αρχαίου κειμένου, τραγικού, κωμικού, ιστορικού, ρητορικού, φιλοσοφικού έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα και για χρόνια, θα έλεγα έως σήμερα, με τα κριτήρια αξιολόγησης των δυνατοτήτων της δημοτικής γλώσσας, αν μπορούσε με κύρος και πληρότητα να αποδώσει τα μεγάλα κατορθώματα των αρχαίων ελλήνων προγόνων. Ο Ιωάννης Γρυπάρης, για παράδειγμα, μεταφραστής της αισχυλικής «Ορέστειας», αλλά και του Θουκυδίδη, ήταν το γλωσσικό πιστοποιητικό για τη δυνατότητα ο Νεοέλληνας να απολαύσει τον αρχαίο λόγο, χωρίς απώλειες ούτε στα νοήματα, ούτε στους ρυθμούς, ούτε στη σαφήνεια ήθους και ύφους.
Οποιος μεταφραστής της «Ορέστειας», πριν και στο μέλλον, δεν αναμετρηθεί με τον Γρυπάρη και δεν αντιληφθεί ότι δεν έχει να φοβηθεί την κριτική του ματιά, είναι άξιος της μοίρας του. Προσωπικά, όταν μετέφρασα την «Ορέστεια», άφησα στίχους ατόφιους από τη μετάφραση του Γρυπάρη (όχι μόνο, γιατί είχαν αθανατισθεί στα στόματα έξοχων ηθοποιών, από τον Βεάκη και την Κοτοπούλη ως τη Συνοδινού και τον Κωτσόπουλο), αλλά γιατί ήταν το μέγα παράδειγμα μεταφραστικής εντιμότητας και βαθιάς γνώσης του αρχαίου λόγου. Το πράγμα γίνεται αξιοσημείωτο, αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε χάσει για πάντα τον ήχο της αρχαίας προσωδίας. Αν σήμερα ο Αισχύλος, λ.χ., άκουγε έναν μεγάλο ηθοποιό μας να παίζει Αγαμέμνονα, δεν θα αντιλαμβανόταν πως ερμήνευε το δικό του αριστούργημα. Αλλος ήχος, άλλο ήθος, άλλο μέλος, άλλος ρυθμός.
Ο Φώτος Πολίτης και ο Ροντήρης είχαν σκηνοθετήσει τραγικούς στις κλειστές ιταλικές σκηνές. Το αρχαίο, όμως, αμφιθέατρο, είτε στην Επίδαυρο, είτε στην Αθήνα, είτε στους Δελφούς, είτε στη Δωδώνη ήταν άλλου είδους ταραχή. Χρειαζόταν άλλα σωματικά, και κυρίως φωνητικά, εργαλεία. Ηταν πάλι ο μεθοδικός Ροντήρης που καθιέρωσε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το μάθημα της Ορθοφωνίας. Μια ουσιαστική και βαθιά γνώση της ανθρώπινης φωνολογίας, όσον αφορά την παραγωγή ήχων με κατάλληλη και μακροχρόνια άσκηση του αναπνευστικού συστήματος, του ασκού, όπως έλεγε και ο Δάσκαλος, αφού, όπως υπεδείκνυε, όλες οι λαϊκές ευρωπαϊκές παραλλαγές της γκάιντας ήταν μιμήσεις της παραγωγής ήχου με κύριο όργανο τους πνεύμονες. Για χρόνια, ίσως έως σήμερα, οι δάσκαλοι ορθοφωνίας έχουν ως πυξίδα αυθεντικές ή αντιγραμμένες σελίδες της ροντηρικής διδασκαλίας του ορθού ελληνικού λόγου.
Ο Ροντήρης πρώτος στην Ευρώπη και τον κόσμο δημιούργησε μια συστηματική μέθοδο εκφώνησης του αρχαίου έμμετρου τραγικού και κωμικού λόγου εν υπαίθρω, χωρίς προσωπεία, πράγμα που γινόταν τις σπάνιες φορές που κάποιοι δάσκαλοι στη Ευρώπη, για περιορισμένο ειδικό κοινό, δίδασκαν αρχαίους τραγικούς στην κατασκευασμένη αυθαίρετα ερασμιακή προφορά (μια τερατώδη βλακεία) στο πρωτότυπο αρχαίο δράμα. Το 1949 ήρθαν στην Αθήνα γάλλοι φοιτητές και έπαιξαν για τυχαίο τουριστικό κοινό αρχαίο δράμα στην τερατώδη ερασμιακή προφορά και κανείς δεν κατάλαβε τίποτε, έξω από ήχους ατάκτως εριμμένους.
Οι αρχαίες τραγωδίες μόνο, δυστυχώς, διαβάζονται, δεν έχουν ήχο. Για πάντα χάθηκε ο ρυθμός και το μέλος τους. Αν και ο ρυθμός μπορεί να γίνει αντιληπτός και να αποδοθεί από έναν ντράμερ. Και όταν γίνει αυτό αισθάνεται κανείς την ποικιλία των ηχοχρωμάτων. Αλλά φανταστείτε ένας ντράμερ να παίζει μόνο τους ρυθμούς της «Ενάτης Συμφωνίας» του Μπετόβεν, χωρίς το μέλος και την αξία των φωνηέντων σε συνάρτηση με τα σύμφωνα. Κι όμως, είναι πεδίο δόξης λαμπρόν να επιλέξεις τους ήχους των λέξεων της σημερινής πλούσιας γλώσσας μας και να καταρτίσεις ένα νέο, διαφορετικό, αλλά έγκυρο, μουσικά αξιόλογο σύστημα παραγωγής ήχων με νόημα. Ενας στίχος του «Ερωτόκριτου», του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά, του Σεφέρη δεν έχει να ζηλέψει τίποτε, τουλάχιστον ηχητικά (και ο ήχος αντανακλά το αίσθημα!) από έναν αρχαίο, αισχύλειο στίχο.







