Είναι σπάνιο, αν όχι σπανιότατο, φαινόμενο, ένας καλλιτέχνης και πολύ περισσότερο ένας ηθοποιός να «αυτοβιογραφείται» χωρίς να μιλά για τη ζωή του αλλά μόνο για την τέχνη του. Το βιογραφικό του δηλαδή να συγκροτείται χάρη σε πράγματα που έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει και όχι χάρη σε προσωπικού χαρακτήρα εξομολογήσεις (κυρίως ερωτικού περιεχομένου). Εχουμε ξεχάσει ως κοινωνία τόσο πολύ την αλήθεια αυτή ώστε να θεωρούμε φυσικό να γνωρίζουμε για έναν καλλιτέχνη πότε παντρεύτηκε, πότε χώρισε, γιατί δεν παντρεύτηκε, ή για αποφάσισε να μην κάνει παιδιά. Αντίθετα να προσπαθούμε να θυμηθούμε, χωρίς συχνά να το καταφέρνουμε, ποια είναι τα έργα και στην περίπτωση ενός ηθοποιού ποιοι είναι οι ρόλοι που έχει παίξει και μάλιστα με τόση επιτυχία ώστε να πιστεύει πως έχει αποκτήσει την ευχέρεια να μιλάει για τον εαυτό του με έναν τρόπο σάμπως και η κοινοτοπία ή η παραδοξολογία να γίνονται σημαντικές επειδή τις ξεστομίζει ο ίδιος. Σημεία των καιρών; Ενδεχομένως. Με συνέπεια όμως να χαίρεται κανείς πολλαπλά όταν συζητάει με έναν καλλιτέχνη και η ζωή του όλη, ακόμη και στις εξομολογητικότερές του στιγμές, να μπορεί να συνοψιστεί αποκλειστικά χάρη στις αυστηρά επαγγελματικές του επιδόσεις, αλλά με βαθιά συνείδηση της σημασίας του επαγγελματικού του χώρου τόσο ως παρελθόντος όσο και ως παρόντος και ως μέλλοντος. Είναι πολύ σημαντικό να μην περιμένουμε το μέλλον προκειμένου να ξεκαθαρίζει η ήρα από το στάρι, αλλά να προσπαθούμε το ξεκαθάρισμα αυτό να γίνεται ενόσω ζούμε και ενεργούμε. Διαφορετικά είναι σαν να συνομολογούμε ελαφρά τη καρδία σε μια αποκρουστική αλήθεια, ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το να χάνονται γενιές μέσα στη σύγχυση και την πλαστογράφηση των αξιών. Μακρηγορήσαμε κάπως προλογίζοντας τη συνομιλία με τον εξαίρετο ηθοποιό και σκηνοθέτη Βλαδίμηρο Κυριακίδη, αλλά ήταν ένας τρόπος να τιμήσουμε τη σαρανταδυάχρονη πορεία του στο θέατρο, που ως αυτή τη στιγμή συνιστά το μοναδικό βιογραφικό του που μπορούσε να πληροφορηθεί κανείς.

Οπως και να το κάνουμε το θέατρο – και όχι βέβαια γιατί έχει περιγράψει την ιδιότητά του αυτή με έναν έξοχο τρόπο ο σπουδαίος γάλλος θεατράνθρωπος Ζαν Λουί Μπαρό – είναι ένας συνδυασμός όλων σχεδόν των τεχνών (λόγος, μουσική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική). Επομένως οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία σε σχέση με αυτή του την ιδιότητα στην ευρωπαϊκή «γωνίτσα» που λέγεται Ελλάδα αποκτά βαρύνουσα σημασία.

«Η ιστορία του θεάτρου είναι μια επική ιστορία γεμάτη εξερεύνηση, έρευνα, απόψεις, διδασκαλίες, τεχνικές. Αριστοτεχνικά συνδυάζει την αισθητική, τη λογική, τη φιλοσοφία του νου και της γλώσσας, την ηθική. Εκμεταλλεύεται την πολιτική, την ηθική αλλά και τη μεταφυσική και μπορώ να απαριθμήσω κι άλλα τόσα για να περιγράψω την περιπετειώδη πορεία του θεάτρου ανά τους αιώνες που έδωσε πεδίο αναζήτησης σε ανθρώπους, σε χώρες, σε κουλτούρες, πετυχαίνοντας κάτι σπάνιο: την αναβάθμιση της σκέψης και του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Με εξαιρετική κομψότητα οδηγεί εμάς και τους θεατές σε ένα ταξίδι που δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε αλλά αντιθέτως να κερδίσουμε την επιλογή να εξυμνήσουμε την ίδια μας τη ζωή. Διότι το θέατρο είναι σαν να δίνει ανοιχτή πρόσκληση στους πάντες για να εισέλθουν στον κόσμο του και να αποκτήσουν εφάμιλλες εμπειρίες με αυτές των ηθοποιών, χάρη στη διαύγεια, στο πνεύμα, στην επάρκεια, στην ακρίβεια και στην αμεροληψία του. Ακόμη και μέσα από τα λάθη του το θέατρο έχει να διδάξει και να μας παρασύρει μέσα σε ένα μαγικό ταξίδι σαν κι αυτό της γιαγιάς μας όταν μας αφηγείτο ένα παραμύθι. Η αξία όλων αυτών μαρτυρεί πως το θέατρο είναι ύψιστη τέχνη».

Οσοδήποτε σεβαστή και αν είναι η εμπειρία του οποιοδήποτε ανθρώπου ο ηθοποιός δεν παύει να αποτελεί μια ιδιάζουσα μορφή επαγγελματικής απασχόλησης. Επόμενο είναι οι εμπειρίες του να κλιμακώνονται όσον αφορά τη σπουδαιότητά τους. Ποια άραγε να είναι η σημαντικότερη ανάμεσά τους;

«Η έρευνα. Για όποιον θέλει να προχωρήσει είτε σαν μονάδα, είτε σαν μέλος ενός συνόλου, πρέπει να πραγματεύεται και να διαχειρίζεται την εμπειρία της έρευνας. Κάποτε ήταν σχεδόν δεδομένο πως μόνο οι μορφωμένοι έχουν την πολυτέλεια να πειραματίζονται και να ερευνούν. Εσφαλμένη αντίληψη. Σε όλα τα πεδία εργασίας, όσο κι αν έχουμε να περάσουμε ένα απροσπέλαστο πλέγμα τεχνικών και απόψεων, οφείλουμε στον εαυτό μας να στραφούμε στη γνώση και μέσα από ερευνητική ματιά να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία της ύπαρξής μας αλλά και την πολυμορφία του επαγγέλματός μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διανοητές που μου επέτρεψαν να περπατήσω σε μονοπάτια σκέψης που μου άνοιξαν στην πορεία των χρόνων καινούργιες σελίδες εξερεύνησης της δουλειάς μου. Η έρευνα μου υπέδειξε ως άνθρωπο να αξιολογώ την ικανότητά μου να συζητώ και αν θέλετε να κρίνω, να επικρίνω, να αντιπαρατίθεμαι, έως και να αμφισβητώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Και πιστέψτε με πως η εμπειρία της έρευνας είναι πηγή μεγάλης ικανοποίησης».

Εχουμε παραστεί μάρτυρες τα τελευταία χρόνια ενός αξιοπερίεργου το λιγότερο φαινομένου, όσο μεγαλύτερη δημοσιότητα απολαμβάνει κανείς τόσο να αισθάνεται ή να πιστεύει ότι δικαιούται να έχει γνώμη «επί παντός του επιστητού». Δεν αποτέλεσαν εξαίρεση οι ηθοποιοί, για να μη γράψουμε ότι επιδείνωσαν δραματικά το πρόβλημα.

«Μια κριτική εξέταση των αντιδράσεών μας στη δημοσιότητα, επιφυλάσσει εκπλήξεις. Για αρχή ας μιλήσουμε για «διαταραχή προσωπικότητας». Η ψυχική μας ισορροπία είναι αυτή που μας εφοδιάζει με κίνητρα για να δράσουμε. Αυτό είναι που ξεχνάμε όταν όλα τα φώτα στραφούν επάνω μας. Εκεί είναι που ξεχνάμε τι πραγματικά είμαστε και νομίζουμε πως είμαστε μάγοι, μοναδικοί στο είδος μας. Δεν λέω, η αυτοεκτίμηση δεν κάνει πάντα κακό. Είναι καλό να συγχαίρουμε τον εαυτό μας για τα κατορθώματά του, αλλά ας μην κάνουμε βουτιά στο πηγάδι του ναρκισσισμού. Το χάος που μπορεί να δημιουργήσουμε στον ψυχισμό μας είναι απερίγραπτο. Ας μείνουμε υπέρμαχοι της απλότητας και της συστολής, διότι η έπαρση και ο εγωκεντρισμός ελλοχεύουν σε κάθε μας έκθεση προς τους άλλους. Ας ξεκολλήσουμε από την κολακεία προς τους υψηλά ιστάμενους με σκοπό να γίνουμε και μεις «ιστάμενοι» των άλλων. Η δύναμη της διασημότητας δεν πρέπει να μας κάνει βουλιμικούς που δεν μπορούν να σηκωθούν από το τραπέζι αν δεν φάνε τα πάντα γύρω τους. Ας καταλάβουμε πώς η υπόληψή μας θα σπιλωθεί όταν η γνώμη μας θα σταματήσει να είναι γνώμη και αντικατασταθεί με μανιφέστο αυτοπροβολής και παντογνωσίας».

Εχουν περάσει το λιγότερο σαράντα χρόνια από εκείνο το βράδυ που σε μια φιλική σύναξη – με παρούσα την Τζένη Καρέζη – ο Κώστας Γεωργουσόπουλος τη χαρακτήρισε ως «μπουλβαρδιέρισσα», για να εξηγήσει, ενώ η Καρέζη είχε αρχίσει να «φορτώνει», πως ένας ηθοποιός που διακρίνεται στο μπουλβάρ, μπορεί να παίξει όλα τα είδη του θεάτρου – της τραγωδίας μη εξαιρουμένης. Πώς βιώνει σήμερα τη διάκριση αυτή ένας «κωμικός» ηθοποιός;

«Για αρκετά χρόνια έζησα έναν «έκφυλο» βίο στην κωμωδία και απόλαυσα όλες τις «απολαύσεις» που μου παρείχε η συναναστροφή μου με αυτήν. Η διαχρονική επίδραση της κωμωδίας όμως με πέρασε σε μονοπάτια της «τραγικής» μας υπόστασης. Οσο πιο πολύ έσκυβα σε αυτή μας την τραγικότητα για να εκμαιεύσω τα αστεία μου, κατάλαβα πως δεν είχα τίποτα να χάσω επιλέγοντας και εξυμνώντας το δράμα που μου επέτρεπε να ανοίγω καινούργιες πόρτες στην κωμωδία μου. Δεν μπορούσα να παραβλέψω πώς η πηγή μου και η βάση μου γραπώνονταν από το δράμα. Αρα, είπα στον εαυτό μου, αυτά τα πλούτη που ανακάλυπτα και που απλόχερα μου προσέφερε το δράμα, γιατί έπρεπε να τα μεταστρέφω και να τα διαστρεβλώνω και να τα λοξοδρομώ προς την τέχνη της κωμωδίας και να μην ανακαλύψω μια καινούργια θάλασσα όπου θα μου δίνεται η ευκαιρία, μαζί με τους φίλους μου, να αράζουμε σε καινούργια λιμάνια ψάχνοντας θησαυρούς που κάποιοι παλιότεροι «πειρατές» του δράματος κρύψανε με την ελπίδα πως μεταγενέστεροι ναυτικοί της δραματικής τέχνης θα ανακαλύψουν. Μάλλον καταλάβατε πως θα με μονοπωλήσει το δράμα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω της τεχνολογίας ζούμε σε μια «μεταιχμιακή εποχή» και επόμενο είναι το θέατρο ως μια χειροποίητη τέχνη να ζει σε ένα αναθεωρητικό καθεστώς. Τι μέλλει γενέσθαι;

«Παρατηρώντας την έξαρση της τεχνολογίας και της ταχύτητάς της δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει σαφής δρόμος που ακολουθεί το θέατρο. Είναι σίγουρο πως κάτι έχει πεθάνει. Το παλιό; Κι αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε ποιο είναι το καινούργιο; Η εμπορευματοποίηση της τέχνης και του θεάτρου; Τι έχει γίνει το θέατρο; Ενα γυμναστήριο κορμιών που το μόνο αποτέλεσμα είναι η εφίδρωση; Επανέρχομαι στην τεχνολογία. Με την ταχύτητά της να καλπάζει δεν προλαβαίνει να γραφτεί ιστορία. Επιστρέφω στο θέατρο. Ποια ιστορία προλαβαίνει να γράψει το σημερινό «προβοκέ» θέατρο; Μήπως έναν πολτό σκηνικών αντιφάσεων; Ποια είναι η καθοδήγηση της τεχνολογίας προς το θέατρο; Υπερπληροφόρηση; Γενικότητες; Διαστρέβλωση; Αν αυτή είναι η επίδρασή της τότε κάτι χτίζεται λάθος. Στη θεατρική αδελφότητα πρέπει κάποιος να αναλάβει την κηδεμονία και να εξηγήσει τη σημασία του παλιού και την ανάγκη του καινούργιου. Η μετάβαση από το ένα στο άλλο πρέπει να γίνει ομαλά, με υπομονή και με άπλετο χρόνο προετοιμασίας. Μην γκρεμίζουμε χωρίς δεύτερη σκέψη για να χτίσουμε στην άμμο. Τα χρόνια που θα έλθουν θα είναι πιο δύσκολα. Χωρίς κράτη, χωρίς πατρίδες. Μόνο «κυβερνοχώρες» θα βρίσκουμε μπροστά μας και εκεί είναι που θα χρειαστούμε «το παλιό» για να παλέψουμε την παθογένεια που μας προσφέρει η κοινωνία αλλά και κατ’ επέκταση ο δρόμος που ανοίγει το «καινούργιο» θέατρο. Τα ερωτήματα και τις απόψεις αυτές, που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο κομμάτι του θεατρικού χάρτη, τα καταθέτω στη σφαίρα του προβληματισμού και όχι της αντιπαράθεσης. Ελπίζω να προβληματιστούμε περισσότερο παρά να αρκούμαστε στα λάφυρα της αυτοπροβολής μας αγνοώντας το μεγαλείο των θεατρικών συγγραφέων».