Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε την ευκαιρία στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να σπάσει τη διπλωματική του απομόνωση και να επανέλθει στο «τραπέζι των μεγάλων». Ως μεσολαβητής: Χάρις στις καλές μου σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία, μπορώ να φιλοξενώ τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Αλλά και ως εκβιαστής: Για να δεχθώ τη Σουηδία και τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ, θα πατάξετε τους «τρομοκράτες» που έχουν καταφύγει στη Δύση και θα μου πουλήσετε τα αεροσκάφη που έχω ανάγκη.

Ως εδώ, ουδεμία έκπληξη: Ετσι λειτουργούσε πάντα η Τουρκία. Και άλλοτε πετύχαινε τον σκοπό της, άλλοτε αναγκαζόταν να υποχωρήσει. Την ίδια στιγμή, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί τον στρατηγικό ρόλο που ενδεχομένως της προσφέρουν οι περιστάσεις για να αποκομίσει κέρδη σε σχέση με την Ελλάδα. Οι εκρήξεις του ηγέτη της, οι απειλές των υπουργών της και οι αναθεωρητικοί χάρτες των στρατηγών της δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, για έναν απλό λόγο: Η Ελλάδα είναι με την πλευρά του διεθνούς δικαίου. Και οι ισχυροί της σύμμαχοι το γνωρίζουν.

Η χώρα μας δεν θέλει την ένταση στις σχέσεις της με την Τουρκία. Αντιθέτως, όπως επισημαίνει και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», είναι πρόθυμη να έχει έναν πολιτισμένο διάλογο μαζί της στο πλαίσιο που έχει καθορίσει. Δεν είναι διατεθειμένη όμως να παρασυρθεί σε αντεγκλήσεις για αδιαπραγμάτευτα ζητήματα όπως η κυριαρχία των ελληνικών νησιών. Είναι αποφασισμένη να διεθνοποιεί με όλους τους τρόπους και σε όλα τα όργανα (Ευρωπαϊκή Ενωση, αμερικανικό Κογκρέσο, ΟΗΕ) προκλήσεις όπως οι συνεχιζόμενες υπερπτήσεις των τουρκικών αεροσκαφών. Και περιμένει από τους συμμάχους της να μην ενδίδουν στους τουρκικούς εκβιασμούς, με όποιον μανδύα και αν περιβάλλονται.

Εκτός από τη θλίψη, την οργή και τη γενικότερη κατακραυγή που προκαλεί, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αφυπνίζει τις δημοκρατίες απέναντι στους κινδύνους του αυταρχισμού και του αναθεωρητισμού. Και αποκαλύπτει τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στα παζάρια του «ισαποστάκια» και σε μια πολιτική αξιών.