Mισός περίπου αιώνας χρειάστηκε να περάσει ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κένεθ Μπράνα, ο τελευταίος να βρει τον σωστό τόνο και να μιλήσει για τη δική του ιστορία, κάτι που έκανε με αδιαμφισβήτητη επιτυχία στο «Belfast» (Αγγλία, 2021), την πιο προσωπική δημιουργία του και πολύ πιθανόν την καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του. Γόνος της εργατικής τάξης, ο Μπράνα γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1960 και σε ηλικία εννιά ετών, όπως συμβαίνει με το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, τον Μπάντι (Τζουντ Χιλ), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, πεδίο μάχης πλέον με τους καθολικούς και τους προτεστάντες σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Οπως βλέπουμε και στην ταινία, η κανονικότητα στη ζωή εκείνη την εποχή ήταν πια αφόρητη στο Μπέλφαστ, το σπίτι του Μπάντι είναι (κυριολεκτικά) αποκλεισμένο από τα οδοφράγματα την ώρα που ο πατέρας του (Τζέιμι Ντόρναν) είναι αναγκασμένος να λείπει διαρκώς, αφού βρίσκει δουλειά μόνο «απέναντι» στο Μεγάλο Νησί, την Αγγλία. Ομως το παιδί δεν παύει να είναι παιδί και σε αυτόν τον γοητευτικό κόσμο του παιδιού εμβαθύνει ο Μπράνα ακτινογραφώντας τις συνθήκες - συγχρόνως ρεαλιστικές αλλά και μαγικές λόγω της αγάπης του για το σινεμά - κάτω από τις οποίες το παιδί μεγαλώνει.
Με τη χρήση του ασπρόμαυρου (ίσως επειδή οι αναμνήσεις μας έχουν μια ασπρόμαυρη απόχρωση) αλλά και του έγχρωμου όπου κρινόταν απαραίτητο και με τη διαπεραστική, τόσο χαρακτηριστική φωνή του σπουδαίου Βαν Μόρισον στα τραγούδια που κυριαρχούν ως ηχητικό φόντο, ο Μπράνα τιμά με ουσιαστικό τρόπο τους μαχητές γονείς (του), που παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζαν είχαν ως προτεραιότητα την ενωμένη οικογένεια, που σαν μια γροθιά μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Οι πιο όμορφες σκηνές αυτής της τόσο τρυφερής και ποτέ «μελιστάλακτης» ταινίας είναι οι σκηνές του δρόμου, της γειτονιάς, όπου βλέπουμε την ανθρωπιά να κυριαρχεί μέσα από απλές καθημερινές καταστάσεις, όπως εξάλλου οφείλει να συμβαίνει. Πολυθρόνες και τραπεζια στον δρόμο, ποδόσφαιρο, ψιλό κουτσομπολιό, φλερτ με το κορίτσι του απέναντι σπιτιού, ο παππούς (Κίραν Χάιντς), η γιαγιά (Τζούντι Ντεντς) και φυσικά η μάνα (Κατρίνα Μπαλφ), η πραγματική ψυχή της ταινίας: ένας φύλακας - άγγελος έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πέσει ατρόμητα στη φωτιά για τα παιδιά της (η σκηνή βανδαλισμού στο σουπερμάρκετ, όπου η μάνα αναγκάζει τον Μπάντι να επανατοποθετήσει το σαπούνι πλυντηρίου που το παιδί είχε πάρει ως λάφυρο, σε αφήνει κόκαλο).
Δεν είναι τυχαία η φόρα που είχε αυτή η ταινία στις Χρυσές Σφαίρες των καλύτερων του 2021, όπου πήρε επτά υποψηφιότητες κερδίζοντας την πρωτότυπου σεναρίου, γραμμένου φυσικά από τον Μπράνα. Και είναι πολύ πιθανόν ο τίτλος «Belfast» να ακουστεί και στα Οσκαρ 2022, οι υποψηφιότητες των οποίων ανακοινώνονται την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου. Ανεξαρτήτως βραβείων και άλλων διακρίσεων όμως, η ταινία από μόνη της αξίζει την προσοχή μας γιατί έχει τη μαγιά ενός γνήσιου feelgood movie, όπου τίποτα δεν παρουσιάζεται επιτηδευμένα ωραιοποιημένο.
ΔΙΑΡΚΩΣ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ. «Αζόρ» είναι ένα είδος γερακιού, καθώς επίσης και μια έκφραση που χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα και που κατά κάποιο τρόπο σημαίνει «κάτσε στ' αβγά σου», «μείνε ήσυχος» ή, αν θέλετε, «πρόσεξε τι λες για να μη γίνεις μάρτυρας του τρόμου». Ενας συνδυασμός όλων των παραπάνω αντανακλάται στην ταινία «Αζόρ: Ο Κώδικας του Τραπεζίτη» (Ελβετία / Αργεντινή / Γαλλία, «Azor», 2021), το θαυμάσιο ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας του αργεντινού σκηνοθέτη Αντρέας Φοντάνα, τον οποίο σίγουρα θα ξανακούσουμε.
Σε ήρεμους τόνους, αν και καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας νιώθεις μια ανησυχία λες και η όλη ιστορία βρίσκεται διαρκώς στη φωτιά (και όντως αυτό συμβαίνει), ο Φοντάνα ακολουθεί τον κεντρικό ήρωά του, έναν ήπιο ελβετό τραπεζίτη ονόματι Ιβάν ντε Βιλς (ο Φαμπρίτσιο Ροτζιόνε με έναν «αέρα» Ντανιέλ Οτέιγ), ενώ διασχίζει την Αργεντινή της δεκαετίας του 1980, την εποχή που η χώρα βρισκόταν υπό το δικτατορικό καθεστώς του Νέλσον Βιντέλα και εκεί συνέβαιναν θηριωδίες στον απλό κοσμάκη. Ο τραπεζίτης εκπροσωπεί μια ιδιωτική τράπεζα της τζετ σετ κοινωνίας, δημιούργημα του παππού του, η οποία ωρίμασε στα χέρια του πατέρα του. Ο ίδιος, η τρίτη γενιά, ήταν ως τώρα άνθρωπος του γραφείου, επιτελικός, ένας τεχνοκράτης που ασχολούνταν μόνο με τα νούμερα. Ομως η εξαφάνιση του Κις, του ταλαντούχου εκπροσώπου της τράπεζας στην Αργεντινή, έχει αναγκάσει τον Ντε Βιλς να βγει στο «πεδίο δράσης», να επισκεφτεί τη χώρα μαζί με τη γυναίκα του (Στεφανί Κλο) και να αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες προκειμένου να τους έχει ικανοποιημένους στο πλευρό του. Παράλληλα, βέβαια, το μυστήριο της εξαφάνισης του Κις παραμένει, ενώ ένα άλλο μυστηριώδες όνομα, Λαζάρο, προκύπτει διαρκώς μπροστά του. Οσο για τη γυναίκα του, αυτή τελικά αποδεικνύεται ο ιδανικός σύμβουλος του συζύγου της.
Η γνωριμία του Ντε Βιλς με τους πελάτες της τράπεζας είναι βεβαίως η ραχοκοκαλιά αυτής της ταινίας, γινόμαστε μάρτυρες ενός αθόρυβου οργίου διακίνησης ύποπτου, βαμμένου με αίμα χρήματος, διακινητές του οποίου είναι κυρίως ο στρατός και η Καθολική Εκκλησία. Η ταινία είναι γυρισμένη με φόντο χαμηλού φωτισμού σαλόνια της ελίτ, μπαρόκ λέσχες πολυτελείας, πανάκριβα εστιατόρια και αριστοκρατικά ξενοδοχεία, πλούσιες εκτάσεις εκατοντάδων στρεμμάτων με άλογα και πισίνες. Ο σπόρος του πολιτισμού και της κουλτούρας («στον Μπόρχες άρεσε η Γενεύη γιατί είναι μια πόλη που δεν αλλάζει ποτέ» ακούμε από κάποιον αριστοκράτη) εναρμονίζεται με τη χυδαία εκμετάλλευση και το εμετικό πλιάτσικο. Οι συμφωνίες γίνονται στη σκιά και με ψιθύρους, ο Ντε Βιλς στη σταδιακή μετάλλαξή του σε πεινασμένο αρπακτικό μοιάζει με ήρωα του Φραντς Κάφκα και το ταξίδι του μια διαδρομή προς την κόλαση, όχι ανόμοια με εκείνη του λοχαγού Γουίλαρντ στην «Αποκάλυψη τώρα!» του Φράνσις Κόπολα, μόνο που εδώ ο πόλεμος δεν γίνεται με βόμβες ναπάλμ αλλά με αριθμούς τεράστιων ποσών.
Ο ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Το ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση Ολων μας» που προβάλλεται αποκλειστικά στο Studio ακολουθεί το ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» που παρουσιάστηκε το 2015 από την ίδια σκηνοθέτρια (και δημοσιογράφο) Ανζελίκ Κουρούνη. Η πρώτη ταινία είχε ως στόχο μια ενδελεχή έρευνα από την οποία θα προέκυπταν οι λόγοι που το φαινόμενο Χρυσή Αυγή μπόρεσε να γεννηθεί στην Ελλάδα, χώρα ταλαιπωρημένη ποικιλοτρόπως από τον φασισμό. Η «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση Ολων μας», που για τη σκηνοθέτρια ήταν αναπόφευκτο να υπάρξει, εξερευνά τις μορφές αντίστασης που στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος θα μπορούσαν να υπάρξουν και να λειτουργήσουν μπροστά σε τέτοια μορφώματα. Ο ίδιος ο νόμος είναι φυσικά η απάντηση, πράγμα που η ταινία της Κουρούνη προβάλλει αποκαλύπτοντας την εσωτερική λειτουργία της Χρυσής Αυγής μέσα από τα αναγνωστέα της δίκης της που προέκυψε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Χρειάστηκε δυστυχώς να γίνει η έσχατη πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας, να πεθάνει ένας άνθρωπος, ώστε να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και η ελληνική κοινωνία να υποχρεωθεί να ξεκινήσει μια δικαστική μάχη εναντίον της Χρυσής Αυγής. Με εμβόλιμες συνεντεύξεις από όλους τους δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής, τη συνήγορο υπεράσπισης της ΧΑ όπως και τη μητέρα του Π. Φύσσα, Μάγδα Φύσσα, η ταινία καταλήγει σε ένα συνοπτικό (αλλά και συναρπαστικό) χρονικό όλων των λεπτομερειών της δίκης που όχι απλώς είναι μοναδική στην Ιστορία αλλά που με το αποτέλεσμά της, την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, κατάφερε να επηρεάσει και άλλες χώρες. Το φιλμ δεν λέει πράγματα που δεν ξέρουμε ήδη, όμως, όπως συχνά συνηθίζουμε να λέμε, καλό είναι κάποια πράγματα να λέγονται ξανά και ξανά, μπας και κάποια στιγμή τα καταλάβουμε!