Περπατώντας στην πανδημία
Τέσσερις περιπατητές μεταφέρουν και φωτογραφίζουν τις εμπειρίες τους από τις γειτονιές και την πόλη τον καιρό της «Μετακίνησης 6»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Λίγη σημασία έχει η διάρκεια της διαδρομής. Η επιλογή της όμως λέει πολλά για εκείνον που βαδίζει, βλέπει και σκέφτεται. Τα βήματα του περιπατητή ταιριάζουν με την περιδιάβαση ενός απορροφημένου στοχαστή, επισημαίνει ο γάλλος στοχαστής Roger-Pol Droit στο «Περπατώντας με τους φιλοσόφους» (μτφ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη, 2020): «Στον φιλοσοφικό στοχασμό μπορείς να κάνεις μεγάλα ταξίδια, μακρινές περιπλανήσεις, να περάσεις μια ολόκληρη ζωή εντρυφώντας σε κάποια ερωτήματα. Ή μπορεί απλώς να σκέφτεσαι κάθε λεπτό, κάθε ώρα, για τα καθημερινά, τις τωρινές κινήσεις ή εκείνες που σχεδιάζεις, τις απαντήσεις τις οποίες θα δώσεις στις καταστάσεις που προκύπτουν».
Δημήτρης Φιλιππίδης
αρχιτέκτονας
Η επέλαση της φύσης στα πεζοδρόμια
Διαπιστώνοντας, για άλλη μια φορά, πως τα πεζοδρόμια δεν είναι για τους πεζούς αλλά για τους στύλους, τις ταμπέλες και τα δέντρα, διασκεδάζω με τους ευρηματικούς συνδυασμούς τους, έτσι ώστε να προκύπτουν πυκνώσεις σημείων εντελώς απροσπέλαστες, γεμάτες εκπλήξεις. Αν ένα κομμάτι από αυτές τις υπέροχες συνθέσεις οφείλεται σε ανθρώπινες πρωτοβουλίες, εκφράζοντας την ανεξάντλητη φαντασία υπηρεσιών και συνεργείων του δήμου, θα έπρεπε ένα άλλο σεβαστό ποσοστό περιπτώσεων να χρεωθεί στη Μητέρα Φύση.
Γιατί τα δέντρα βάζουν κι αυτά το χεράκι τους, συχνά με μεγάλη τόλμη και φαντασία, εκφράζοντας την ανεξέλεγκτη ορμητικότητα της ύπαρξης. Στον αγώνα τους να αιχμαλωτίσουν το φως του ήλιου, τα βλέπεις να ακροβατούν επικίνδυνα σε δύσκολες στάσεις, να γέρνουν πάνω σε μπαλκόνια ή να «παρακωλύουν» τα καλώδια της ΔΕΗ. Τα δέντρα επιβιώνουν αλλά με τι κόστος, αλήθεια. Ετσι στριμωγμένα σε αυτά τα αστεία πεζοδρόμια, κολλημένα πάνω σε σκληρές μάντρες, κουτσουρεμένα από αναρίθμητα χέρια που εχθρεύονται το πράσινο, δίνουν κι αυτά ηρωικές μάχες επιβίωσης. Ενας αγώνας χωρίς να ακούγεται κιχ.
Υπάρχουν κι εκείνα που έχασαν τη μάχη αφήνοντας πίσω τους ένα ελάχιστο έστω ίχνος. Μερικά τουλάχιστον πέθαναν όρθια, με αξιοπρέπεια. Αλλα είχαν σκληρότερη τύχη. Θα βρεις πολλούς άγρια κουτσουρεμένους κορμούς, μάρτυρες της βίαιης άσκησης εξουσίας. Είναι η μόνη στιγμή που βγάζουν τα δέντρα άχρηστες κραυγές. Η χειρότερη πάντως περίπτωση είναι οι κομμένοι κορμοί, τα «κούτσουρα», που διατηρούνται στις χωμάτινες τρύπες τους, σαν μικροσκοπικούς τάφους, για πρακτικούς καθαρά λόγους. Και μόνο από τη διάμετρό τους, μαντεύεις την ηλικία και το μέγεθός τους, ή τους ήχους που έκαναν τα φύλλα τους όταν φυσούσε.
Αλλά τα ακρωτηριασμένα αυτά υπολείμματα από δέντρα μας θυμίζουν όσα κρύβονται κάτω από το έδαφος, εισχωρώντας με ανεξέλεγκτους τρόπους σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τους ανθρώπους. Το ριζικό σύστημα διαθέτει την ίδια λογική που έχει και το υπέργειο τμήμα κάθε δέντρου, απλώνεται παντού όπου μπορεί για να στερεωθεί και να τραφεί. Και τότε οι ρίζες φουσκώνουν τις πλακοστρώσεις, τινάζοντας στον αέρα τα πάντα, ή αφήνουν τις ράχες τους να ξεχειλίζουν μέσα από τη γη κι απλώνονται με αναίδεια παντού. Δεν λέγεται το πόσο χαίρομαι να τις βλέπω.
Νικήτας Σινιόσογλου
συγγραφέας, ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών
Αγωνία
Μακριά από την πόλη της Αθήνας αλλά εντός της αττικής επικράτειας ανακαλύπτει κανείς μέρη όπου με λίγα βήματα διολισθαίνει στο όνειρο, ή πάντως στις παρυφές του. Κάπου μεταξύ Λαυρεωτικής και Κερατέας βρίσκεται ένας ορμίσκος που τον πολιορκούν οι στιλπνές λευκές ανεμογεννήτριες, τα φουγάρα κι οι πυλώνες της ΔΕΗ. Ο περιπατητής φτάνει ως εδώ αγνοώντας την οσμή του μαζούτ και παρακάμπτοντας ένα κολοσσιαίο εργοστάσιο ηλεκτροδότησης που μοιάζει με διαστημική βάση. Κατόπιν διασχίζει τον άναρχο οικισμό, ο οποίος λέγεται πως προέκυψε από έναν παλιό καταυλισμό μεταλλωρύχων. Επιμένει ακόμη λίγο και βρίσκει τον δρόμο για τη μικρή παραλία. Ομως από εκεί δεν αγναντεύει κανένα πέλαγος. Η Μακρόνησος του κλείνει τον ορίζοντα. Ανήσυχος ο περιπατητής αρχίζει να τριγυρνά παρα θίν' αλός. Επειτα σκαρφαλώνει στα βράχια. Νομίζει πως θα φτάσει ένα πολυβολείο που μοιάζει τόσο άθικτο, κι από εκεί ίσως προχωρήσει ακόμη περισσότερο προς μια σπηλιά, τη φυσική απόληξη κάποιας μεταλλευτικής στοάς. Αλλά σκοντάφτει σ' ένα αλλόκοτο αντικείμενο μισογεμάτο με καφετί νερά και αλυσοδεμένο. Μοιάζει με καρότσι για ψάρια, με σκληρή βαλίτσα σκισμένη στα δυο ή με αυτοσχέδιο βαρκάκι. Στη μια πλευρά η λέξη: ΑΓΩΝΙΑ. Τα γράμματα είναι κόκκινα και κεφαλαία. Τ' ακούς μάλλον παρά τα βλέπεις. Μια ομιλούσα εικόνα. Μήπως φωνάζει το μυαλό μου ΑΓΩΝΙΑ, αναρωτιέται, κι είναι λοιπόν η δική μου αγωνία, μήπως είναι εκείνη ενός ξένου ή μια δικιά μας άγνωστη ΑΓΩΝΙΑ; Τα νερά που μαζεύτηκαν στο πράγμα τούτο είναι της χθεσινής μπόρας. Εβρεξε πολύ. Σε μέρη τόσο θαλασσινά και βραχώδη το νερό της βροχής είναι παρείσακτο. Ενα νερό χωρίς αλμύρα που μαζεύεται στην άσχημη γωνιά του και λιμνάζει για μέρες, νερό καταδικασμένο να έχει γλύκα ξένη και βρώμικη. Μες στο κατασκεύασμα διακρίνεται μια σκουριασμένη πένσα. Πιο πιθανό να σπάσει στα χέρια μου παρά να κόψει την αλυσίδα.
Παναγής Παναγιωτόπουλος
επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας
Η ανέμελη βόλτα έγινε ανυπόφορη
Αν μεταφερθούμε μια-δυο δεκαετίες πίσω, όσοι το μπορούμε, θα θυμηθούμε ότι η βόλτα ήταν μια σχετικά απαξιωμένη δραστηριότητα. Η άσκοπη βόλτα εθεωρείτο κάπως ανόητη. Δεν είχε αξία αφού της έλειπε κάποια έμπρακτη χρησιμότητα. Η περιπατητική διαδρομή χωρίς προορισμό βιωνόταν σαν κάτι μάταιο, ειδικά αν απ' αυτήν επέστρεφες χωρίς να έχεις καταναλώσει κάτι, χωρίς να έχεις ψωνίσει. Γύριζες σπίτι σαν αρχαίος κυνηγός χωρίς λεία. Οι παππούδες πήγαιναν τα εγγόνια τους βόλτα και τέλος.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η ανάπτυξη των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους και η πρόσβαση σε φτηνά καταλύματα άνοιξαν τον δρόμο για έναν καινούργιο αστικό τουρισμό. Το city break επέτρεπε μια εμπειρία σε ανθρώπους μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, σε νέους κυρίως που μπορούσαν πλέον να οικειοποιηθούν την ξένη πόλη. Το έκαναν κυρίως μέσα από τη βόλτα, την περιδιάβαση στον αστικό ιστό. Η νεο-ρομαντική αισθητική του Instagram θα νοηματοδοτήσει τη βόλτα μέσα από τη σχεδόν ψυχαναγκαστική φωτογραφική αποτύπωση (και το «ανέβασμα») κρυμμένων αστικών θησαυρών. Η νέα flânerie επεκτεινόταν και αποκτούσε αισθητική νομιμότητα διά της φωτογράφισης. Γινόταν μια κουλτούρα όπου το άσκοπο βάδισμα ήταν ψυχωφελές, φιλικό, ρομαντικό, ερωτικό και έξω από σχεδόν κάθε καταναλωτική υποχρέωση. Δεν έβγαινες για ψώνια, ούτε για να καταναλώσεις σε καφέ ή εστιατόριο. Μπορεί να συμμετείχες στην αγορά της «μέσης ποιότητας» που προσφέρει το street food και η εξεζητημένη προχειρότητά του - στην «αυθεντικότητα» μιας μπίρας από το περίπτερο της πλατείας, ποτέ όμως σε κάτι πιο δαπανηρό ή συμβατικό.
Ο άνθρωπος των δυτικών μητροπόλεων διέθετε πλέον μια νέα κουλτούρα και καινούργιους τρόπους να σχετίζεται με το δομημένο αστικό περιβάλλον. Χωρίς ψώνια και αγορές, χωρίς προκαθορισμένη συνάντηση σε κάποιο καφενείο, με τα πόδια ή με το ποδήλατο πηγαίναμε στις γωνιές που η αστική χρησιμοθηρία είχε περιφρονήσει, εποικίζαμε τα μυστικά τοπόσημα και ψηφιακά τα κοινοποιούσαμε.
Η «Μετακίνηση 6» ταιριάζει πολύ σε αυτό το μοντέλο βόλτας. Θα περίμενε κανείς να ήμασταν έτοιμοι για αυτήν. Και όμως όχι. Η έξοδος στις πόλεις της πανδημίας δείχνει αμήχανη και δύσκολη καίτοι συναισθηματικά απαραίτητη, σπάνια και απολύτως επιθυμητή. Γιατί; Επειδή συντελείται στο περιβάλλον των καταπιέσεων που ορίζουν οι υγειονομικοί κανόνες και τον ζόφο της ερημιάς, προφανώς. Ομως φορμαλιστικά αυτή η «Μετακίνηση 6» συνιστά την ιδανική flânerie. Δεν είναι χρησιμοθηρική, δεν είναι εμπορικά πλαισιωμένη, δεν είναι κατάφαση στη ρουτίνα που επιβάλλει η εναλλαγή εργασίας - ελεύθερου χρόνου. Είναι θεωρητικά το καλύτερο πεδίο για μια «αδέσμευτη χάωση» όμοια με εκείνη που επιδιώκαμε με τα ήθη της «νέας βόλτας» που περιγράφαμε νωρίτερα. Και όμως για να την υλοποιήσουμε, καλούμαστε να την πλαισιώσουμε ψυχικά και νοητικά με δικούς μας όρους. Προσπάθεια πνευματικά εργώδης και ψυχικά σκληρή.
Καταγράφω πιθανές «γωνίες εισόδου» (όπως λένε στην αεροδυναμική), λογικά πλαίσια που φτιάχνει ο καθένας μας καθώς βγαίνει από την καραντίνα του σπιτιού του για μια βόλτα.
Horror vacui: πρέπει να γεμίσεις τη βόλτα σου με νοήματα, να φέρεις άπειρες εικόνες απ' αυτήν, να αποκτήσουν όλα τα βήματά σου και το βλέμμα σου ένα νόημα.
Dystopia: θα βιώσεις την περιπλάνησή σου ως άλλος πρώτος άνθρωπος που εισέρχεται στην πόλη μετά την καταστροφή της.
Parallel self: διαχωρίζεις το σώμα σου από τις σκέψεις σου, ο εαυτός σου είναι παράλληλος προς τον τόπο που βλέπεις, με τη βοήθεια podcast, μουσικής και τηλεφωνημάτων.
Social placebo: στη βόλτα με έναν καφέ στο πόδι και κάποιον φίλο υποκαθιστάς όλες τις μορφές οικειότητας και κοινωνικής ζωής που έχεις στερηθεί.
Αυτά και άλλα πολλά πλαίσια φτιάχνουμε τώρα, στο μπρικολάζ των αντοχών προς την ασθένεια, για να πλαισιώσουμε αυτή την τελικά δύσκολη βόλτα. Ο ρεμβασμός, η ανεμελιά και η αποχή από τις καταναλωτικές συμβάσεις ήταν ένα αντιπαράδειγμα που για να σταθεί χρειαζόταν έναν κυρίαρχο τύπο. Για να διαφοροποιείται απ' αυτόν. Τώρα που η νέα βόλτα - άθελά της - έγινε κυρίαρχη, μοιάζει σχεδόν ανυπόφορη.
Μενέλαος Καραμαγγιώλης
σκηνοθέτης
Μάτια που ψάχνουν άλλα μάτια
Με ρωτάς να σου πω τι βλέπω όταν περπατάω: μόνο έτσι βρίσκω τις ιστορίες που θα κάνω ταινίες, τις απαντήσεις που δεν έδωσα εγκαίρως, τις λύσεις σε προβλήματα που μοιάζουν δυσεπίλυτα, τα λόγια που δεν είπα σε όσους λείπουν, τις διαβεβαιώσεις που δεν έδωσα σε όσους χάθηκαν. Οταν προσπαθώ να επαναφέρω τις εικόνες των διαδρομών μου, πρόκειται πάντα για ταινίες με πολλά γρήγορα πλάνα και με ήρωες μέσα από ένα «κάστινγκ» που ολοκληρώνεται συνοπτικά, δίχως σενάρια, προϋπολογισμούς, συνεργεία και καβγάδες με παραγωγούς. Μια ταινία που αυτομοντάρεται, ενώ γυρίζεται, όπου steadycam είναι το κορμί μου και κάμερα και φακοί τα μάτια μου: άλλοτε ευρυγώνιοι - με τεράστιο εύρος - κι άλλοτε απίθανα διεισδυτικοί τηλεφακοί. Καθώς περπατάω γρήγορα τίποτα δεν μπορεί να με εμποδίσει· ούτε καν το φανάρι στην έρημη πόλη του lockdown. Δεν θα τολμούσα ποτέ να ισχυριστώ πως μ' αρέσει ένας παγκόσμιος πόλεμος σαν αυτόν που ζούμε. Θυμάμαι όμως πως, σε τέτοιες περιόδους, οι άνθρωποι επαναπροσδιορίζουν την ιστορία και τα τοπία της. Οι συνδυασμοί των εικόνων κάθε διαδρομής, τα αρχιτεκτονικά μπερδέματα, τα κάθε λογής σύμβολα σε γκραφίτι, πινακίδες και διαφημίσεις κι οι συνειρμοί τους δημιουργούν μια σαφή οπτική αφήγηση που δεν απαιτεί λόγια· έτσι κι αλλιώς θα ήταν μπλοκαρισμένα πίσω από μάσκες. Αρχίζω επίτηδες από το κέντρο της πόλης γιατί εκεί ξεκινάει το κακό που καταδικάζει σε άγνοια και μια ιδιότυπη απομόνωση όσους ζουν στις παρυφές της και προχωράω δίχως στόχο ακολουθώντας π.χ. τη Βαρβάρα που τραγουδάει βροντερά στο σκυλί της ενώ το βολτάρει. Οταν νυχτώσει ελπίζω να ξανασυναντήσω τον τροχήλατο Αφρικανό που «πλέει» πάνω σε ένα σκέιτ παίζοντας κιθάρα. Τα «τοπία» που θυμάμαι είναι ήρωες (συνήθως αντιήρωες), τρελοί ή δυσκολεμένοι που επιμένουν. Οταν δεν τους παραφυλάω, τους καρφώνω με τα μάτια επίμονα, καθώς τους προσπερνώ, προσπαθώντας να βρω στις ιστορίες τους όσα χρειάζομαι για να συνεχίσω· κυρίως τα σημάδια πως ο κόσμος δεν θα χαθεί. Δεν με ενοχλεί καθόλου που οι μάσκες καλύπτουν το μισό τους πρόσωπο γιατί έτσι το πλάνο γίνεται κοντινό στα μάτια τους κι έτσι τολμούν να με κοιτάξουν πιο διεισδυτικά και δεν αποφεύγουν το βλέμμα μου. Δεν ανυπομονώ να βγάλουν γρήγορα τις μάσκες - όπως κάνω όταν λαχανιάζω και δεν μπορώ να ανασάνω περπατώντας. Θέλω να τις βγάλουν όταν δεν θα μετράμε σε κάθε πρόσωπο, δίχως μάσκα, άλλο ένα υποψήφιο θύμα. Κι όταν τις βγάλουν (-ουμε) θέλω να μη φοβηθούμε ξανά την ουσιαστική εμπλοκή με τη ζωή· κι όχι εκείνη τη διστακτική και φοβισμένη που διαδραματίζεται πίσω από μάσκες: τις άλλες, τις αόρατες στερεοτυπικές.
Αφού λοιπόν ρωτάς τι βλέπω περπατώντας (συχνά σκοντάφτω σε στύλους ή παραπατάω γιατί κοιτάζω αλλού), μάθε πως μ' αυτές τις περιπατητικές βουβές «ταινίες» νιώθω ζωντανός κι εμπλεκόμενος σε μια ζωή που με τροφοδοτεί συνεχώς με μια καινούργια μουσική, εκείνη των ήχων και με τις εικόνες μιας τέχνης αληθινής που διεξάγεται μπροστά μας συναρπαστική παρά τους περιορισμούς και τις μάσκες. Γιατί περιέχει μάτια· πολλά μάτια που ψάχνουν άλλα μάτια και βλέμματα έτοιμα να διασταυρωθούν. Πες μου λοιπόν τώρα κι εσύ πώς σκέφτομαι γιατί με μπέρδεψε η εποχή. Κι όταν καλοκαιριάσει, οι θαρραλέοι ανήλικοι φίλοι μου θα δώσουν πάλι την απάντηση κάνοντας τον πεζόδρομο παραλία, βουτώντας στο σιντριβάνι κι ακυρώνοντας καίρια εμπόδια, περιορισμούς και καραντίνες.
