Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αβί Αβιτάλ: Τέχνη του μαντολίνου, Deutsche Grammophon
Μοιάζει υπερβολικό αλλά δεν είναι: παρά το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός ότι η δισκογραφία υπάρχει εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια, ο Αβί Αβιτάλ έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε ένα είδος Σεγκόβια του μαντολίνου. Οπως ο θρυλικός κιθαρίστας, περίπου έναν αιώνα πριν, έφερε το παραμελημένο τότε πολυφωνικό αυτό όργανο στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, το ίδιο ακριβώς κάνει σήμερα ο Αβιτάλ για το μαντολίνο, ένα από τα πιο συγκινητικά μα και «περιθωριακά» νυκτά όργανα στην «κλασική» μουσική.
Αυτή η πορεία ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια με δίσκους έργων μεταγραμμένων για μαντολίνο: κοντσέρτα και άλλα έργα του Μπαχ και του Βιβάλντι ακούστηκαν στις ηχογραφήσεις του με τρόπο διαφορετικό από ό,τι τα γνωρίζαμε, πλην εξαιρετικά γοητευτικό, που στέκει και δεν προξενεί αμφιβολίες για τη στερεότητα των μεταγραφών. Ο Αβιτάλ είναι κορυφαίος μουσικός. Και ίσως η μοναδικότητά του οφείλεται σε έναν βαθμό και στο γεγονός ότι διδάχθηκε το μαντολίνο όχι από κάποιον ομότεχνό του, αλλά από τον πρώτο δάσκαλό του Σίμχα Νέιθανσον, που ήταν βιολονίστας. Οταν εκείνος μετεγκαταστάθηκε από την πρώην ΕΣΣΔ στο Ισραήλ, το ωδείο ήταν γεμάτο από δασκάλους στις τάξεις του βιολιού. Ετσι πήρε την απόφαση να διδάξει μαντολίνο, καθώς βρήκε μερικά τέτοια όργανα παρατημένα στο υπόγειο... Ο Αβιτάλ διηγείται ότι στα μαθήματά τους ουδέποτε ασχολήθηκαν με το πρωτογενές ρεπερτόριο του μαντολίνου, αλλά μόνο με έργα για βιολί που μάθαιναν να τα παίζουν στο μαντολίνο. Εργα γραμμένα εξαρχής για μαντολίνο συνάντησε πρώτη φορά όταν πήγε, απόφοιτος πια, στην «πηγή» αυτής της μουσικής, την Ιταλία. Ωστόσο δεν επέλεξε να ηχογραφήσει εδώ τέτοια έργα, δηλαδή συνθετών «ειδικών» στο μαντολίνο. Οπως εξηγεί, ήθελε να δείξει τη χρήση του οργάνου από συνθέτες πέρα από αυτόν τον κύκλο, καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν βιρτουόζοι του μαντολίνου, την ύπαρξη των οποίων, όπως λέει, ο δάσκαλός του αγνοούσε εντελώς.
Με αυτόν τον δίσκο, φέρνει στο επίκεντρο εργογραφία συνθετών που δεν είχαν ειδική σχέση με το μαντολίνο. Εκτός από το υπέροχο, καθηλωτικό Διπλό Κοντσέρτο του Βιβάλντι, ένα Αντάτζιο του Μπετόβεν που ξαφνιάζει όσο λίγα έργα του: ένας Μπετόβεν εντελώς ιδιαίτερος, διαφορετικός από ό,τι ξέρει κανείς. Αλλά που, ταυτόχρονα, πίσω από τον ιδιότυπο λυρισμό αυτού του έργου, αναδύεται ξεκάθαρα ο πυρήνας του συνθέτη. Την εικόνα των προηγούμενων αιώνων συμπληρώνει ένα έργο του Σκαρλάτι και άλλο ένα του Πολ Μπεν Χαΐμ, ενώ πολύ δυνατό τμήμα του δίσκου είναι δύο έργα σύγχρονα, από πολύ νέους συνθέτες: τον Ντέιβιντ Μπρους και τον Τζιοβάνι Σολίμα. Ανάμεσά τους και ένας από τους «πατριάρχες» της σύγχρονης μουσικής, ο Χανς Βέρνερ Χένζε. Ετσι, μαζί με μία σειρά από εξαίρετους σολίστ και με τη συνδρομή της Ορχήστρας Μπαρόκ της Βενετίας, που «πετάει», δίνει με ενάργεια την εικόνα του πόσο εντυπωσιακά έργα έχουν γραφτεί (και γράφονται και σήμερα) για το υπέροχο αυτό όργανο. Και το τι μπορεί να κάνει, φιλοτεχνώντας ένα από τα πιο απρόσμενα και αναζωογονητικά ψηφιδωτά της πρόσφατης δισκογραφίας.