Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Aπρίλιος 2019. Η Σρι Λάνκα μετρά περισσότερους από 300 νεκρούς ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα ύστερα από τουλάχιστον έξι επιθέσεις αυτοκτονίας μελών του ISIS. Ενας από τους δράστες, ο Τζέιμελ Μοχάμεντ Αμπντούλ Λάφιφ, εκπαιδεύθηκε το 2014 στη Συρία, προτού επιστρέψει στη χώρα του για να στρατολογήσει επιπλέον άτομα και να πραγματοποιήσει τις επιθέσεις. Λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονική ενέργεια εκτιμάται ότι η ίδια ομάδα είχε οργανώσει επιθέσεις σε βουδιστικά γλυπτά. Ο πρωθυπουργός της χώρας μάλιστα ανακοίνωσε ότι είχαν προηγηθεί επιθέσεις από δυνάμεις του ISIS και σε τζαμιά σουφιστών - των μυστικιστικών κοινοτήτων του Ισλάμ, τους οποίους ο ISIS θεωρεί αιρετικούς -, ενώ επόμενος στόχος ήταν μια χριστιανική εκκλησία. Κατά την άποψή του οι επιθέσεις είχαν συγκεκριμένη λογική: πρώτη προτεραιότητα ήταν οι εσωτερικοί τους αντίπαλοι-μουσουλμάνοι, μετά οι βουδιστές και εν συνεχεία οι χριστιανοί. Το ερώτημα που ετέθη ήταν ποια σχέση μπορεί να υπήρχε μεταξύ αυτών των δύο ειδών βίαιων επιθέσεων που η μεν είχε ως στόχο την πολιτιστική κληρονομιά και η δε τον άμαχο πληθυσμό.
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει μια βαθιά σχέση μεταξύ των δύο στόχων, μια σύνδεση που ο γερμανός ποιητής Χάινριχ Χάινε επισήμανε για πρώτη φορά το 1835, όταν δήλωσε "πρώτα έκαψαν τα βιβλία, μετά καίνε τα πτώματα"» επισημαίνει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Τζ. Πολ Γκέτι, Τζέιμς Κούνο. «Τέτοιες συνδέσεις ποικίλλουν. Μπορεί να είναι εικονοκλαστικές, όπως οι επιθέσεις του ISIS στην Παλμύρα, ή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα στοχευμένων στρατιωτικών επιθέσεων, όπως η καταστροφή στο Μεγάλο Τζαμί των Ομεϋαδών στο Χαλέπι, το οποίο είναι κηρυγμένο μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Mπροστά στα απομεινάρια του στεκόταν ένας ντόπιος μαζί με τον γιο του κουνώντας το κεφάλι του και αναστενάζοντας: "Η καταστροφή σε ολόκληρη τη χώρα είναι απερίγραπτη, όπως ακριβώς συνέβη στο τζαμί. Εάν γνωρίζατε το τέμενος πριν από τον βομβαρδισμό και το δείτε τώρα, είναι σαν κάποιος να έχασε ένα μέλος του σώματός του".
Ανάλογες διασυνδέσεις μεταξύ επιθέσεων κατά μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και αμάχων οδήγησαν τον πολωνοεβραίο δικηγόρο Ραφαήλ Λίμκιν να επινοήσει το 1944 τον όρο γενοκτονία. Εναν όρο που δεν σημαίνει απαραίτητα την άμεση καταστροφή ενός έθνους αλλά το συντονισμένο σχέδιο διαφορετικών δράσεων που στοχεύουν στην καταστροφή βασικών θεμελίων της ζωής εθνικών ομάδων, με απώτερο στόχο την εξόντωσή τους. Οι στόχοι ενός τέτοιου σχεδίου είναι η αποσύνθεση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, του πολιτισμού, της γλώσσας, της θρησκείας και της οικονομικής ύπαρξης των εθνικών ομάδων και η καταρράκωση της προσωπικής ασφάλειας, της ελευθερίας, της υγείας, της αξιοπρέπειας και ακόμα και της ζωής των ατόμων που ανήκουν στις συγκεκριμένες ομάδες. Αυτό ορίζεται ως πολιτιστική γενοκτονία» επισημαίνει ο Τζέιμς Κούνο, που εκτός των άλλων είναι ο ένας εκ των δύο επιμελητών του τέταρτου τεύχους των εκτάκτων εκθέσεων του Ιδρύματος Γκέτι σχετικά με την πολιτική περί πολιτιστικής κληρονομιάς που φέρει τον τίτλο «Πολιτιστική κληρονομιά υπό πολιορκία» και το οποίο περιλαμβάνει τα πρακτικά των παρουσιάσεων και της συζήτησης 19 μελετητών και επαγγελματιών διαφορετικών ειδικοτήτων που σχετίζονται με τον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία διεξήχθη τον Μάιο του 2019. Ο δεύτερος επιμελητής είναι ο διακεκριμένος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και κορυφαίος εμπειρογνώμονας των Ηνωμένων Εθνών, Τόμας Βάις.
ΣΥΡΙΑ ΚΑΙ ΙΡΑΚ. «Σε όλα τα εδάφη που καταλήφθηκαν από τον ISIS μεταξύ 2014 και 2017, συστηματικός στόχος των ενόπλων ήταν να καταστρέψουν πτυχές της πολιτιστικής κληρονομιάς της Συρίας και του Ιράκ. Στο Μουσείο της Μοσούλης, το ISIS χρησιμοποίησε βαριοπούλες για να αποκεφαλίσει, να γκρεμίσει και να καταστρέψει αγάλματα από την προϊσλαμική Μεσοποταμία. Στη Νιμρούντ, ανατίναξαν τα κατάλοιπα μιας αρχαίας πόλης της Ασσυρίας. Στην Παλμύρα, κατέστρεψαν το ρωμαϊκό θέατρο και αποκεφάλισαν τον Χαλέντ αλ Ασαντ, τον αρχαιολόγο που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του προστατεύοντας τα συγκεκριμένα ευρήματα. Εκαψαν επίσης βιβλία από τη βιβλιοθήκη της Μοσούλης και προχώρησαν στην παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων με σκοπό το κέρδος. Πρόκειται για μια συστηματική προσπάθεια αποκοπής ολόκληρων λαών που ζουν στο Ιράκ και στη Μέση Ανατολή από την ταυτότητα, την ιστορία τους. Και αντί ο ISIS να κρύψει αυτές τις πράξεις βανδαλισμού, τις γιόρτασε» λέει ο εκτελεστικός διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου για την Ευθύνη της Προστασίας (έχει ενταχθεί από το 2015 στα Ηνωμένα Εθνη), Σάιμον Ανταμς, ο οποίος επισημαίνει ότι βάσει του άρθρου 8 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, επιθέσεις εναντίον κτιρίων αφιερωμένων μεταξύ άλλων στη θρησκεία, στην τέχνη, στην εκπαίδευση και στην επιστήμη θεωρούνται εγκλήματα πολέμου.
Το σύνολο των ομιλητών που αναφέρει παραδείγματα από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη συγκλίνει στην άποψη ότι η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν περιορίζεται στην προστασία μόνο των μνημείων αλλά και των ανθρώπων, ενώ κάποιοι εξ αυτών θεωρούν πως δεν μπορεί να εξισώνεται ο βανδαλισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς με την προσπάθεια εξόντωσης ολόκληρων λαών. Ποια τελικά είναι η θέση που καλείται να πάρει η παγκόσμια κοινότητα σε ένα τόσο φλέγον ζήτημα που ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα μετά τις καταστροφές μνημείων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ; Την απάντηση δίνει η τέως γενική διευθύντρια της UNESCO, Ιρίνα Μπόκοβα: «Στις συγκρούσεις που γίνονται σήμερα, αυτές οι δύο διαστάσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν. Δεν χρειάζεται να επιλέξουμε ανάμεσα στη διάσωση ζωών και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Eίναι αχώριστα».