Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Τριάντα δύο χρόνια πίσω, την 1η Οκτωβρίου του 1988, ο Χάρι Μπαρνς, ο πρεσβευτής του Ρόναλντ Ρέιγκαν στη Χιλή, έστειλε στον τότε υφυπουργό Εξωτερικών, Ελιοτ Εϊμπραμς, ένα ανησυχητικό διπλωματικό τηλεγράφημα. Η Χιλή βρισκόταν μόλις τέσσερις ημέρες μακριά από ένα δημοψήφισμα, που ρωτούσε αν ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοτσέτ - ο οποίος είχε καταλάβει την εξουσία με ένα αιματηρό πραξικόπημα το 1973 - έπρεπε να παραμείνει στην εξουσία για ακόμη οκτώ χρόνια. Το πώς θα αντιδρούσε όμως ο Πινοτσέτ, που φυσικά δεν ήταν οπαδός της δημοκρατίας, αν έχανε, δεν ήταν καθόλου σαφές. «Το σχέδιο του Πινοτσέτ είναι απλό», έγραψε ο Μπαρνς στο τηλεγράφημα, που αποχαρακτηρίστηκε και δημοσιεύτηκε χρόνια αργότερα. «Α) αν κερδίζει το "Ναι", όλα καλά: Β) αν η μάχη είναι στήθος με στήθος, θα στηριχτεί στη νοθεία και τον εξαναγκασμό: Γ) αν όλα δείχνουν πως το "Οχι" επικρατεί άνετα, τότε θα χρησιμοποιήσει τη βία και τον τρόμο ώστε να σταματήσει τη διαδικασία».
Το πρόβλημα, για την κυβέρνηση Ρέιγκαν, ήταν πως όλα έδειχναν, πράγματι, ότι το «Οχι» θα επικρατούσε άνετα - κάτι που σήμαινε, όπως παρατήρησε ο Μπαρνς, πως «πιθανότερη είναι η τρίτη εναλλακτική επιλογή, που θα επιφέρει κατά πάσα πιθανότητα σημαντική απώλεια ζωών». Η αμερικανική κυβέρνηση είχε, βέβαια, βοηθήσει τον Πινοτσέτ να καταλάβει την εξουσία και του είχε κάνει πλάτες για χρόνια - αν λοιπόν κέρδιζε καθαρά το δημοψήφισμα, θα επέλεγε και εκείνη την εναλλακτική επιλογή Α: «όλα καλά». Ισως, όσο και αν αυτό δεν την τιμά, να είχε επίσης ανεχτεί την επιλογή Β. Η επιλογή Γ, ωστόσο, σήμαινε περισσότερους μπελάδες από όσους ήθελε. Πώς αποσοβήθηκε λοιπόν ο κίνδυνος; Ενας σημαντικός παράγοντας ήταν η προθυμία ισχυρών ανθρώπων να δηλώσουν ανοιχτά τι δεν θεωρούσαν αποδεκτό. Αμερικανοί και βρετανοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί σύνδεσμοι επεσήμαναν στους χιλιανούς ομολόγους τους πόσο καταστροφικό θα ήταν για τις διμερείς σχέσεις και τη φήμη της Χιλής το να μη γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Τη νύχτα των εκλογών, ο Πινοτσέτ επιχείρησε παρ' όλα αυτά να κάνει κίνηση. Η κυβέρνηση σταμάτησε αιφνιδιαστικά να ανακοινώνει τα αποτελέσματα που έδιναν οι περιφέρειες και ο Πινοτσέτ συγκάλεσε εσπευσμένα τους ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματούχους. Προσερχόμενος στη σύσκεψη, ο στρατηγός της Αεροπορίας Φερνάντο Ματέι έκανε μία στάση προκειμένου να μιλήσει στους δημοσιογράφους, που τον πολιόρκησαν αμέσως με κάμερες και μικρόφωνα: «Φαίνεται πως το "Οχι" κέρδισε», τους είπε. «Σ' εμένα τουλάχιστον, αυτό είναι ήδη σαφές». Ενα άλλο αποχαρακτηρισμένο έγγραφο από το Αρχείο Εθνικής Ασφάλειας του πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον περιγράφει τα όσα συνέβησαν όταν ο Ματέι μπήκε στη συνάντηση. Ο Πινοτσέτ ήταν έξαλλος. Ηθελε έκτακτες εξουσίες, και είχε ένα έγγραφο έτοιμο για υπογραφή από τους στρατιωτικούς ώστε να του τις δώσουν. Ηθελε να χρησιμοποιήσει τον στρατό. Πίστευε ακόμη ότι μπορούσε να κερδίσει.
Αλλά ο Ματέι είπε στον Πινοτσέτ πως επ' ουδενί θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο. Ο Πινοτσέτ απαίτησε ξανά τις έκτακτες εξουσίες και ο Ματέι αρνήθηκε εκ νέου λέγοντας πως είχε την ευκαιρία του, ως επίσημος υποψήφιος, και είχε χάσει. Ο Πινοτσέτ στράφηκε στους υπόλοιπους. Η ένταση στην αίθουσα ήταν τόσο μεγάλη που ο Σέρζιο Βαλενσουέλα, ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, κατάρρευσε - ήταν, όπως αποδείχθηκε, το πρώτο στάδιο ενός εμφράγματος. Απέρριψαν και οι υπόλοιποι τις αξιώσεις του Πινοτσέτ. Οι άνδρες αυτοί είχαν υπάρξει φυσικά κομμάτια της χούντας, δεν ήταν ήρωες της δημοκρατίας: το πραγματικό ρίσκο το είχαν αναλάβει όσοι είχαν κάνει εκστρατεία υπέρ του «Οχι» στο δημοψήφισμα και οι ψηφοφόροι που είχαν σταθεί εκείνη την ημέρα στην ουρά. Ισως να ήταν ο απλός πραγματισμός αυτός που έκανε, επιτέλους, τους αξιωματικούς να αποδεχθούν την πραγματικότητα, να κάνουν τη δουλειά τους και να πουν σε έναν επικίνδυνο, παραληρηματικό άνθρωπο πως ήταν ώρα να πάψει να πιστεύει τα ίδια του τα ψέματα.
Εχουν περάσει 32 χρόνια - και οι ΗΠΑ του 2020 δεν είναι, φυσικά, η Χιλή του 1988. Η τελευταία επέστρεφε τότε από χρόνια δικτατορίας. Οι ΗΠΑ μοιάζουν απλώς να απομακρύνονται, με τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, από ένα επικίνδυνο μονοπάτι. Παρά την αρχική άρνηση και κωλυσιεργία του Ντόναλντ Τραμπ, η μεταβίβαση της εξουσίας προχωράει. Οι αμερικανικοί θεσμοί, από τα δικαστήρια μέχρι τις πολιτειακές Αρχές, αντέχουν. Λέει πολλά ωστόσο για τη σημερινή Αμερική, και για τον κακοτράχαλο τρόμο που θα έχει αύριο μπροστά του ο Τζο Μπάιντεν, η σύγκριση που έκανε παρ' όλα αυτά στο «New Yorker» η Εϊμι Ντέιβιντσον Σόρκιν. Γιατί ο Τραμπ επιχείρησε, επιχειρεί ακόμα, ξεκάθαρα, εκείνη την επιλογή Β - όσο γελοία και αν μοιάζει η δική του βερσιόν. Και αν περνούσε από το χέρι του, λίγοι αμφιβάλλουν πως δεν θα είχε διστάσει να καταφύγει και στην επιλογή Γ. Το φοβερό όμως είναι πως οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές δεν μπορούν - ακόμα και τώρα - να κάνουν αυτό που έκαναν οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι του Πινοτσέτ το μακρινό 1988. Η Ιστορία θα είναι μαζί τους αμείλικτη.